Ο πρώτος απολογισμός της νέας προεδρικής θητείας του Λούλα δεν μπορεί να μην έχει θετικό πρόσημο, καθώς έχει επιτευχθεί ο πρώτος και βασικότερος στόχος: η διατήρηση της δημοκρατίας, παρά τη σοβαρή υπονόμευσή της από τη διακυβέρνηση Μπολσονάρο αλλά και τις χαοτικές αντιδράσεις των οπαδών του.
● Πλέον ο κόσμος της εργατιάς περιμένει τα πιο ουσιαστικά μέτρα και η υπομονή τελειώνει, ενώ ο μπολσοναρισμός καραδοκεί πάνοπλος και πανίσχυρος.
«H Βραζιλία επέστρεψε για να εργαστεί γι’ αυτό που θα έπρεπε να είναι λόγος ύπαρξης όλων των κυβερνήσεων: να φροντίζει τους πολίτες. Η Βραζιλία επέστρεψε για να είναι ξανά μια Βραζιλία χωρίς πείνα. Η Βραζιλία επέστρεψε για να συμφιλιώσει ξανά την οικονομική ανάπτυξη με την κοινωνική ένταξη, να ξαναχτίσει όσα καταστράφηκαν και να προχωρήσει». Αυτό είναι το μήνυμα του προέδρου Λούλα ντα Σίλβα που επέλεξε το «Η Βραζιλία επέστρεψε» ως κεντρικό σύνθημα της καμπάνιας, με αφορμή τη συμπλήρωση την περασμένη Κυριακή των 100 πρώτων ημερών του στην κυβέρνηση.
Ατέρμονες προσδοκίες, τεράστιες δυσκολίες από την απίστευτη καταστροφή που άφησε πίσω του ο Ζαΐρ Μπολσονάρο και ένα ακροδεξιό συνονθύλευμα φανατικών και νεοναζί, που, μετά την επίθεση της 8ης Ιανουαρίου, λουφάζει αλλά ελλοχεύει σε κάθε βήμα, έχουν απαιτήσει μια επιδέξια άσκηση ισορροπίας, για να αντιμετωπιστούν τα πιο άμεσα προβλήματα σε τόσα πολλά μέτωπα. Το ομολογούσε κι ο ίδιος σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στη εφημερίδα Correio Braziliense: «Αυτές τις πρώτες 100 ημέρες, δώσαμε προτεραιότητα σε όσα επείγουν. Ξεκινώντας από ό,τι είναι απαραίτητο για να κάνουμε ό,τι είναι εφικτό».
Και το πρώτο «απαραίτητο» ήταν η επιστροφή στις δημοκρατικές αρχές και το κράτος δικαίου, που διαβρώθηκαν επί της προεδρίας Μπολσονάρο και επιχειρήθηκε να καταλυθούν με την επίθεση εναντίον των εδρών των Τριών Εξουσιών της χώρας, λίγες μόλις ημέρες μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Λούλα. Ο πρόεδρος αφιέρωσε τις πρώτες εβδομάδες της τρίτης θητείας του να καθαρίσει τη νεοφασιστική «κόπρο του Αυγείου» στα σπλάχνα των Ενόπλων Δυνάμεων και των θεσμών, για να διασφαλίσει το ακατάλυτο της δημοκρατίας. Αντικατέστησε τον αρχηγό του στρατού, ξήλωσε 53 μέλη της προεδρικής φρουράς που ούτε καν επιχείρησαν να απωθήσουν τις ορδές των μπολσοναριστών, απέκλεισε τις Ενοπλες Δυνάμεις από τον έλεγχο των μυστικών υπηρεσιών.
Και ενώ ο Μπολσονάρο έχει τοποθετήσει 6.000 στρατιωτικούς σε θέσεις-κλειδιά της δημόσιας διοίκησης, ο Λούλα κατέθεσε πρόταση να μην μπορεί κανείς εν ενεργεία στρατιωτικός να μετέχει ως υποψήφιος σε εκλογές ούτε να αναλαμβάνει κρατικές θέσεις, ενώ προβλέπεται και η αναμόρφωση των Στρατιωτικών Σχολών.
Κοινωνική πολιτική
Σε όλα τα ευαίσθητα και επείγοντα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα, τη μάχη κατά του ρατσισμού, τις κοινωνικές πολιτικές, τα μέτρα κατά της φτώχειας και της πείνας, τις διεκδικήσεις γυναικών, ιθαγενών και ακτημόνων, τη ανάκτηση της γεωπολιτικής θέσης της χώρας, η νέα κυβέρνηση έδωσε τις πρώτες απαντήσεις.
Επέστρεψε το Πρόγραμμα «Οικογενειακό Καλάθι», μια από τις πλέον εμβληματικές πρωτοβουλίες των πρώτων θητειών του Λούλα, μέσα από το οποίο κάπου 20 εκατ. οικογένειες λαμβάνουν 144 δολάρια τον μήνα. Επανήλθε το πρόγραμμα Προμήθειας Τροφίμων, με το οποίο η κυβέρνηση αγοράζει από μικρούς παραγωγούς τρόφιμα, για να διανείμει σε άτομα που γνωρίζουν επισιτιστική ανασφάλεια. Τέθηκε ξανά σε εφαρμογή η πρωτοβουλία «Το σπίτι μου, η ζωή μου», που χρηματοδοτεί πολιτικές στέγης για φτωχούς και ανέστιους, όπως και το πρόγραμμα «Περισσότεροι Γιατροί», για να ενισχυθεί η παρουσία υγειονομικού προσωπικού σε κάθε γωνιά της αχανούς χώρας. Αυξήθηκαν κατά 36% οι πόροι του Προγράμματος Σχολικών σε όλες τις βαθμίδες της δημόσιας εκπαίδευσης. Δόθηκε αύξηση 9% στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, που είχαν «παγώσει» εδώ και επτά χρόνια.
Ολα αυτά χάρη στην Πρόταση Συνταγματικής Τροπολογίας (PEC) που επέτρεψε την αύξηση του «πλαφόν» του προϋπολογισμού που είχε επιβληθεί από τους προκατόχους, ώστε να καλυφθούν οι τεράστιες κοινωνικές ανάγκες.
Ωστόσο, ένα από τα μεγαλύτερα «αγκάθια» για τις οικονομικές πολιτικές του είναι η αδιάλλακτη στάση της Κεντρικής Τράπεζας της Βραζιλίας, που διατηρεί τα επιτόκια στο 13,75%, δυσχεραίνοντας την αναχαίτιση του πληθωρισμού και την επανάκαμψη της κατανάλωσης, σε μια συνθήκη όπου οι τιμές έχουν εκτοξευτεί και τα υψηλά επιτόκια καταδικάζουν το 78% των νοικοκυριών στην υπερχρέωση.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση έβγαλε ήδη επτά δημόσιες επιχειρήσεις από το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων του Μπολσονάρο, ανάμεσά τους τα Εθνικά Ταχυδρομεία και την Εταιρεία Επικοινωνιών. Ακύρωσε τη νομοθεσία που διευκολύνει την αγορά όπλων. Εθεσε σε εφαρμογή τις μονάδες γυναικών των αστυνομικών τμημάτων, με 24ωρη λειτουργία. Επανέφερε το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών.
Ενώ άμεση ήταν και η απάντησή του στην ανθρωπιστική κρίση που βιώνουν οι ιθαγενείς Γιανομάμι, στέλνοντας στρατιωτικές δυνάμεις στην πολιτεία Ροράιμα, για να εκδιώξουν τους παράνομους μεταλλωρύχους που λυμαίνονται τα εδάφη τους. Καθιέρωσε «τμήματα κρίσης» στις ζώνες όπου ένοπλοι επιτίθενται κατά κατοίκων και επιβουλεύονται τα εδάφη τους. Αυτό το τρίμηνο, μειώθηκε κατά 23% σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρυσι η αποψίλωση της Αμαζονίας και ανακοινώθηκε η επαναφορά του Σχεδίου Δράσης για την Πρόληψη και Ελεγχο της Αποψίλωσης στην Αμαζονία, πρόγραμμα που τη μείωσε κατά 80% στο διάστημα 2004-2015 και είχε καταργηθεί από τον Μπολσονάρο.
Νέα εξωτερική πολιτική
Υστερα από 4 χρόνια απομονωτισμού του Μπολσονάρο, ο Λούλα επανέφερε τη Βραζιλία στη διεθνή σκηνή ως μεγάλη ανεξάρτητη δύναμη.
Τον Ιανουάριο, πρωταγωνίστησε στην 7η Σύνοδο της Κοινότητας Κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής (Celac) στην Αργεντινή, προωθώντας νέους μηχανισμούς περιφερειακής ολοκλήρωσης, ενώ την περασμένη εβδομάδα επέστρεψε πανηγυρικά σε έναν από αυτούς, τη UNASUR (Ενωση Νοτιαμερικανικών Εθνών), από όπου είχε αποχωρήσει ο Μπολσονάρο.
Τον Φεβρουάριο, συναντήθηκε με τον πρόεδρο Μπάιντεν σε ένα ταξίδι που ανάμεσα στα πολλά συζητήθηκαν ζητήματα προάσπισης της δημοκρατίας, αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και ο πόλεμος στην Ουκρανία, αλλά που είχε ξεχωριστή σημασία, καθώς ο Λούλα κατέστησε σαφές πως πλέον «οι σχέσεις των δύο χωρών πρέπει να βασίζονται στον αμοιβαίο σεβασμό και την εθνική κυριαρχία».
Επιβεβαιώνοντας την κοσμοαντίληψή του για αδέσμευτη εξωτερική πολιτική και πολυπολική γεωπολιτική, στις 29 Μαρτίου, σε ένα «αιφνίδιο» ταξίδι που δεν έγινε γνωστό παρά πριν από λίγες ημέρες, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών του Λούλα και σήμερα βασικός του σύμβουλος, Σέλζο Αμορίμ συναντήθηκε με τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν για να συζητήσουν για την ουκρανική κρίση και τα περιθώρια μιας ειρηνευτικής διαπραγμάτευσης ανάμεσα τις δύο πλευρές.
Στις δε 11 Απριλίου, ξεκίνησε το επίσημο ταξίδι του στην Κίνα, συνοδεία πολλών υπουργών του και μιας αντιπροσωπείας δεκάδων επιχειρηματιών. Χθες, παραβρέθηκε στη Σανγκάη στην τελετή ανάληψης της προεδρίας της New Development Bank, τράπεζας του μπλοκ των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική) από τη Βραζιλιάνα πρώην πρόεδρο Ντίλμα Ρούσεφ, ενώ σήμερα είναι προγραμματισμένη η συνάντηση με τον ομόλογό του Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ. Στο πλαίσιο αυτής της επίσκεψης, που έχει στόχο την ενίσχυση των πολιτικών και εμπορικών σχέσεων με την Κίνα, η οποία είναι ο βασικός εμπορικός εταίρος της Βραζιλίας, υπογράφηκαν περισσότερες από 20 συμφωνίες συνεργασίας, ανάμεσά τους και μία που θα επιτρέψει συναλλαγές ανάμεσα στις δύο χώρες σε ριάλια και γουάν, χωρίς τη χρήση δολαρίου.
Ανυπομονησία στα κινήματα
Η κυβέρνηση Λούλα έχει επιχειρήσει από τις πρώτες μέρες να δώσει ένα στίγμα αλλά και συγκεκριμένα βήματα απέναντι στα συσσωρεύματα προβλήματα και τις πολλαπλές διεκδικήσεις των κινημάτων. Ωστόσο, οι δυσκολίες είναι πολλές, ιδίως με την Κεντρική Τράπεζα αλλά και με μια Βουλή 22 κομμάτων, όπου χρειάζεται να διαπραγματεύεται με συντηρητικές δυνάμεις, για να εκμαιεύσει μια συμβιβαστική συναίνεση. Οσο πολλές είναι και οι προσδοκίες των κινημάτων που δεν αρκούνται με τα πρώτα μέτρα.
Γεγονός που αποτυπώνεται στην τελευταία δημοσκόπηση της Datafolha, όπου ένα 51% των πολιτών θεωρεί ότι η κυβέρνηση έχει κάνει λιγότερα από όσα προσδοκούσε, ιδίως στα οικονομικά, και μόνο ένα 38% εγκρίνει τη δράση της, ενώ ένα 29% την απορρίπτει.
Η δύναμη του μπολσοναρισμού παραμένει σχεδόν άθικτη και η επιστροφή του πρώην λοχαγού στη Βραζιλία, στα τέλη Μαρτίου, δημιουργεί νέες εντάσεις, καθώς επιχειρεί, ως επίτιμος πλέον πρόεδρος του Φιλελεύθερου Κόμματος (του μεγαλύτερου στο Κογκρέσο), να ηγηθεί μιας λυσσαλέας αντιπολίτευσης, ενώνοντας όλα τα ακροδεξιά και υπερσυντηρητικά μορφώματα. Και να παρουσιαστεί ως ένας «καταδιωκόμενος ήρωας» α λα Τραμπ, έχοντας 15 δικαστικές υποθέσεις ανοιχτές εναντίον του, 10 ποινικές και 5 στο Ανώτατο Δικαστήριο, ανάμεσά τους και για τον ρόλο του στην απόπειρα πραξικοπήματος της 8ης Ιανουαρίου. Συνεχίζοντας, μάλιστα, να απειλεί ότι «αυτή η κυβέρνηση προς το παρόν και για λίγο θα είναι στην εξουσία, αλλά δεν θα κάνει ό,τι θέλει με το μέλλον της χώρας».