O μικρός γιος του Τσε μιλά στην εφημερίδα Juventud Rebelde
Λέει ότι δεν ξέρει να μιλά όπως τα αδέρφια του, όμως δεν θα σταματήσει να μιλά 90 χρόνια μετά από τη γέννηση του Τσε. Ο Ερνέστο Γκεβάρα Μαρτς, σπάει τη σιωπή του για να θυμηθεί τον πατέρα, που όπως ομολογεί, με τα γράμματά και τις συμβουλές του σμίλεψε την ψυχή του για μετά.
Δεν
ήταν ούτε δύο χρονών όταν ο πατέρας του
- με τα χέρια του δεμένα και χωρίς να
εκφράσει την τελευταία του επιθυμία -
πυροβολήθηκε με εντολές της CIA στο
σχολείο της Λα Ιγιέρα στη Βολιβία, στις
9 Οκτωβρίου 1967.
Αυτό ήταν το πρώτο κίνητρο της επίσκεψή μας στον τελευταίο γιο του Ηρωικού Αντάρτη, τον δικηγόρο Ερνέστο Γκεβάρα, 52 ετών, ο οποίος μας δέχτηκε στο σπίτι του στην Αβάνα.
Μας λέει ότι δεν ξέρει να μιλάει όπως τα άλλα τρία αδέλφια του: Η Αλέιδα, παιδίατρος, ο Καμίλο, επίσης δικηγόρος και η Σέλια, κτηνίατρος, αλλά αποφάσισε να το κάνει τώρα, παραμονές των 90ων γενεθλίων του Τσε:
Φυσικά, όλοι μας υποφέραμε και πάντα λυπόμαστε για την πρώιμη φυσική απουσία ενός ανθρώπου σαν κι αυτόν, ωστόσο, είμαστε ευτυχείς που έχουμε το αίμα και τα γονίδιά του και αποτελούμε μια πολύ όμορφη οικογένεια. Ο πυρήνας μου (η γυναίκα μου και τα τρία μου παιδιά) είναι σήμερα μια από τις μεγαλύτερες χαρές μου.
Τα αδέρφια μου και εγώ, προερχόμαστε από ένα ζευγάρι που βρέθηκε στη μέση ενός απελευθερωτικού πολέμου στη χώρα μας. Τι όμορφο πράγμα! Η μητέρα μου συμμετείχε στον παράνομο αγώνα στη Σάντα Κλάρα. Είχε εντοπιστεί από τα κατασταλτικά όργανα της τυραννίας του Μπατίστα, ήταν δηλαδή “καμένη” και γι αυτό έπρεπε να βγει στο βουνό, στο Σιέρα ντε Εσκαμπρέι, όπου εκεί γνώρισε τον πατέρα μου.
Και οι δύο συμμετείχαν στον αγώνα στο κέντρο της χώρας. Και η κατάληψη της Σάντα Κλάρα ήταν ένα εξαιρετικό γεγονός, ένας κρίσιμος κρίκος για τον θρίαμβο της Επανάστασης.
Θέλω να σας διευκρινίσω ότι όταν ένας γιος μιλά για τον πατέρα χωρίς να μιλά για τη μητέρα, είναι δύσκολο να μην είναι λίγο άδικος . Γι αυτό θα την αναφέρω αμέσως τώρα, Αλέιδα ή Χοσεφίνα - Γιατρός (το όνομα της παρανομίας) και κάποιες φορές, απλά Μητέρα. Και τον πατέρα μου θα τον πω, Κομαντάντε Γκεβάρα, ή απλά Τσε.
Ξέρω ότι δίδαξε καλά τα τέσσερα παιδιά του. Με τα γράμματά του, με αυτή την εικόνα του Τσε σε εκατομμύρια ανθρώπους, μας άφησε μια Επανάσταση που έκανε και μας ζήτησε να σπουδάζουμε και να γίνουμε επαναστάτες.
Όπως εξηγεί η μητέρα μου, στο βιβλίο της Αναπόληση, η ζωή μου δίπλα στο Τσε, συνδέθηκε με το επαναστατικό κίνημα σαν μαχητής της παρανομίας στην παλιά επαρχία Λας Βίγιας, εκπληρώνοντας αποστολές μεταφοράς διάφορων συντρόφων στο βουνό. Επίσης, ανέβηκε στο Εσκαμπρέι μεταφέροντας 50.000 πέσος, τα οποία είχε τοποθετήσει στην πλάτη της με επιδέσμους, πράγμα που έκανε πολύ δύσκολο το περπάτημα μέχρι το Γκανιλάνες, το πρώτο στρατόπεδο που οργανώθηκε από τον Κομαντάντε Γκεβάρα στο ελεύθερο έδαφος της κεντρικής επαρχίας της χώρας.
Η Αλέιδα ήταν μητέρα και πατέρας, αυτό είναι ένα από τα πιο μοναδικά πράγματα στη ζωή μου. Και ο τρόπος που οδήγησε την οικογένεια, σαν μητέρα και πατέρας, είναι κάτι για το οποίο την ευγνωμονούμε και οι τέσσερις. Αυτή της η αυταπάρνηση με κάνει να μην μπορώ να αναφέρω τον Τσε χωρίς να μιλήσω γι αυτήν, αυτήν που σηκώνονταν πάντα στις πέντε το πρωί, πολλές φορές απλά για να μας αποχαιρετήσει όταν πηγαίνουμε για να εκπληρώσουμε διάφορα καθήκοντα, όπως για παράδειγμα να κόψουμε ζαχαροκάλαμο.
Έτσι λοιπόν, έχω την τιμή να είμαι γιος του Τσε, με μια τέτοια μητέρα! Τους ένωσε μια μεγάλη αγάπη, που φαίνεται και στα γράμματά τους, σημάδια μιας όμορφης συναισθηματικής σχέσης. Με ευχαριστεί ο τρόπος που γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν και αγαπήθηκαν. Και εκμεταλλεύομαι αυτή την ευκαιρία, για να φανεί η μεγάλη ευαισθησία του απαιτητικού αυτού ανθρώπου, του γεμάτου τρυφερότητα.
Για παράδειγμα, γράφοντας της από το Κονγκό το 1965, λέει: ”Όταν άγγιξα το σημάδι που άφησε στο δέρμα σου ένας επίδεσμος, ξέσπασε μέσα μου μια πάλη ανάμεσα στον άψογο επαναστάτη και στον άλλον, τον πραγματικό Τσε”.
Στο στρατόπεδο στη Λα Βίγιας, στο Κεντρικό Πανεπιστήμιο, στο πρώτο μέρος που ήταν η Αντάρτικη Διοίκηση της επαρχίας,ο Κομαντάντε Γκεβάρα της έδωσε ένα τουφέκι Μ-1 και της δήλωσε ότι το κέρδισε. Αργότερα, την άφησε να μάθει για την ύπαρξη της Περουβιανής του συζύγου, της οικονομολόγου Ίλντα Γκαντέα και της κόρης του Ιλντίτα - Μπεατρίς.
Η Αλέιδα λέει στο βιβλίο της ότι στις 2 Γενάρη 1959, στο δρόμο για την πρωτεύουσα, στην πρώτη στάση για να βάλει καύσιμα στο τζιπ, στο Λος Αραμπος του Ματάνσας – άλλοι λένε στο Κολοσσαίο – ο Τσε της εκδήλωσε για πρώτη φορά την αγάπη του. Και στις 7 Γενάρη την παρουσίασε στον Φιντέλ και στην Σέλια (Σάντσες).
Η Χοσεφίνα [ Αλείδα Μαρτς ] αναφέρει ότι στις 12 Γενάρη της έδωσε να διαβάσει ένα γράμμα προς την Ιλντα, με το οποίο της ανακοίνωνε επίσημα τον χωρισμό τους, γιατί σκόπευε να παντρευτεί μια κουβανή κοπέλα που είχε γνωρίσει στον αγώνα.
Ο Ερνέστο επιμένει ότι παρά την προφανή σοβαρότητα και των δύο, αποτελούσαν ένα ζευγάρι με τεράστια ανθρώπινη ευαισθησία, έως και ποιητική.
Αυτό εμφανίζεται σε ένα σημείο του προαναφερθέντος βιβλίου Αναπόληση, στο οποίο η “Γιατρός” [ η μητέρα μου] γράφει ότι αυτόν τον αξέχαστο Γενάρη, όταν μπήκε στο δωμάτιό μου στο (κάστρο) Λα Καμπάνια ξυπόλυτος και σιωπηλός, ολοκληρώθηκε ένα γεγονός πέρα από την πραγματικότητα και ο Τσε με διάθεση χιούμορ το αξιολογεί ως “η μέρα της κατάληψης του κάστρου”. Χρησιμοποίησε αυτή την έκφραση σαν μια παροιμία, γιατί σε κάθε κάστρο, για να το καταλάβεις, πρώτα γίνεται η πολιορκία και μετά σιγά-σιγά, αφού μελετήσεις τα αδύνατα σημεία του, αποφασίζεται η επίθεση.
"Πράγματι, αυτό συνέβη", θυμάται η Αλέιδα Μαρτς, "γιατί εγώ ήμουν ερωτευμένη πολύ περισσότερο από όσο πίστευα , και απλά, παραδόθηκα χωρίς να αντισταθώ και χωρίς να δώσω καμία μάχη [...].
Ο γάμος πραγματοποιήθηκε στις 2 Ιουνίου, στο κάστρο Λα Καμπάνια. Από αυτή την ένωση γεννήθηκαν η Αλειδίτα [Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 1960], ο Καμίλο [Κυριακή 20 Μαΐου 1962], η Σέλια [Παρασκευή 14 Ιουνίου 1963] και ο Ερνέστο [Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 1965].
Σε ένα γράμμα, ο πατέρας μου ομολογούσε στην Αλέιδα “Έτσι, πέρασα ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου, περιορίζοντας την αγάπη με άλλες σκέψεις και με τον κόσμο να πιστεύει ότι πρόκειται για ένα μηχανικό τέρας [...] ”.
Και σε ένα τετράδιο με σημειώσεις που της στέλνει από πολύ μακρυά, της λέει:”Το παρελθόν έχει τελειώσει, είμαι το μέλλον καθ οδόν (...) αν μια μέρα νοιώσεις τη βία μιας ματιάς, μη γυρίσεις, μη σπάσεις το ξόρκι, συνέχισε να φτιάχνεις τον καφέ μου και άσε με να σε ζήσω στην αιωνιότητα της στιγμής”.
Η συμβουλή του πατέρα μου στα γράμματά του
Ο Ερνέστο αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή στην ΕΣΣΔ, το 1987. Όπως εξομολογείται, έχει πραγματικούς φίλους εδώ και πολλά χρόνια, που τον έχουν συντροφέψει σε διάφορες στιγμές της ζωής του.
Στην αντίληψή μου ο αληθινός φίλος αποτελεί ζωτική δομή μιας κοινωνίας και μετατρέπεται σε μέλος της οικογένειάς σου. Φέρνω σαν παράδειγμα τον Χοσέ Ρικάρδο, γιο του Πάπι από τους αδερφούς Ταμάγιο, τον Καμίλο Σάντσες, γιο του Κομαντάντε Σάντσες Πινάρες, τον Παντόχα, γιο του καπετάνιου Όλο και άλλους, που κατά τον ίδιο τρόπο, είναι σαν αδέρφια για όλους εμάς.... Ο πατέρας μας στα γράμματά του μας σμίλεψε την ψυχή για μετά.
Εγώ , για παράδειγμα, θυμάμαι με αγάπη και τους φυλάω στη μνήμη μου, τους άνδρες της Προσωπικής Ασφάλειας, που μας πρόσεχαν κατά την απουσία του Τσε, όταν είμαστε παιδιά. Τον Φέλο, από το Πιναρ ντελ Ρίο, τον Νέστρορ, από την Αβάνα, τον Μισαέλ από την ανατολική επαρχία... Τους βλέπαμε σαν δάσκαλους ή και σαν γονείς μας... Σε μας τα αγόρια, μας έμαθαν μέχρι και πως κατουράμε. Από τους τρεις ζει μόνο ο Νέστρορ, ο μαύρος. Τους δύο που πέθαναν εδώ και καιρό, τους κηδέψαμε και τους πενθήσαμε σαν μέλη της οικογένειάς μας. Ο Ίσαελ μας έμαθε να πυροβολούμε με τα όπλα Brno 2 και Calibre 22.
Mεγαλώνοντας, παρουσιάστηκα στις Ειδικές Δυνάμεις του ΜΙΝΙΤ (ΥπΕσ) και έγινα υπολοχαγός, ήταν μια τιμή για μένα. Τότε ήμουν 23 ετών. Όταν πυροβολούσα με το όπλο στις ασκήσεις που κάναμε, ερχόταν στο μυαλό μου ο θρύλος του πατέρα μου.
Το 1990, σε μια Ακαδημία της Σοβιετικής Ένωσης, έγινα Αξιωματικός Επιχειρήσεων της Αντικατασκοπίας. Είχα πάντα μαζί μου τις συμβουλές του πατέρα μου στα γράμματά του.
Ο πατέρας μου όπως είναι γνωστό, έκανε το γύρο της Λατινικής Αμερικής με τον Αλμπέρτο Γρανάδο (με την μοτοσυκλέτα La Poderosa). Και στη Σιέρα Μαέστρα έπρεπε να καταβάλει προσπάθειες να εκπαιδεύσει αντάρτες με χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο, αγρότες πρακτικά αναλφάβητους.
Μου είπαν ότι έχεις φτιάξει μια επιχείρηση με ένα πολύ συμβολικό όνομα: “La Poderosa”;
La Poderosa; Nαι, διευθύνω αυτή την επιχείρηση, ειδικότερα ασχολούμαι με το κομμάτι του εξωτερικού. Είναι ένα ταξιδιωτικό γραφείο, τουριστικό, ειδικευμένο στις μοτοσυκλέτες, στη Harley Davidson, την πιο δυνατή, την πιο γνωστή και την πιο εμπορική στο εξωτερικό, αυτή που γενικά αρέσει πιο πολύ σαν μηχανή βόλτας. Εγώ πηγαίνω με μία από αυτές και ξεναγώ τους τουρίστες. Η μηχανή αυτή ονομάζεται “La Poderosa”, ως ένας φόρος τιμής σε εκείνη την Northon 500 με την οποία ο Τσε και ο Αλμπέρτο Γρανάδο διέσχισαν την Λατινική Αμερική...
Στη συνέχεια, η συνέντευξη πηγαίνει στο πως τα γράμματα του πατέρα του, σημάδεψαν τον τρόπο που θα έβλεπε το μέλλον.
Με τα γράμματά του στην οικογένειά μας, μας προετοίμασε για το μέλλον, μας προειδοποίησε για τη ζωή και μας έδωσε μαθήματα. Ήταν πεισμένος ότι θα μπορούσε να πεθάνει.
Α! και μια άγνωστη είδηση! Ποτέ η μητέρα μου Αλέιδα Μαρτς, δεν το έχει πει, και σήμερα εγώ θέλω να το πω, μπορώ να το αποκαλύψω μετά τόσα χρόνια. Αυτή ζήτησε από “το γέρο μου” να πάει να πολεμήσει στη Βολιβία, όταν θα το επέτρεπαν οι συνθήκες και αυτός υποσχέθηκε ότι έτσι θα γινόταν, αλλά τελικά δεν μπόρεσε να ανοίξει το δεύτερο μέτωπο που ήλπιζε να δημιουργήσει.
Ξέρω επίσης ότι είσαι διεθνιστής, όπως ο πατέρας σου ...
Διεθνιστής; Ναι, ήμουν σχεδόν δύο χρόνια στην Αγκόλα, πρώτα στην Κάχαμα, μετά στη Μπενγουέλα, στο Λόμπιτο και σε άλλες πολεμικές ζώνες. Φυσικά, μάχιμος αλλά και ως Αξιωματικός Επιχειρήσεων της Στρατιωτικής Αντικατασκοπείας.
Σου αρέσει το σκάκι όπως στον Τσε;
Ήταν το αγαπημένο του άθλημα. Επειδή ήταν αυτό που έμοιαζε με τη στρατιωτική τέχνη, όπου ασκούσε τακτική και στρατηγική, την επίθεση, αντεπίθεση και τελικά την άμυνα με τα πιόνια όπως ο αξιωματικός, ο βασιλιάς , οι πύργοι, σαν να ήταν μέρος μιας μάχης με όπλα.
Δεν υπάρχουν και εκείνοι που προσπαθούν να αμαυρώσουν την ιστορία του πατέρα σου με συκοφαντίες;
Ο πατέρας μου ήταν πάνω απ όλα πολύ γενναιόδωρος και ανθρώπινος, παρά τις συκοφαντίες των εχθρών. Η καλύτερη απόδειξη γι αυτό, είναι ότι πήγε να πολεμήσει σε άλλες χώρες. Άφησε τα πάντα, την αγάπη μας, την αγάπη του λαού, για να μπορέσουν άλλα παιδιά, άλλοι νέοι και άνθρωποι, να έχουν υγεία, μόρφωση, ιατρική περίθαλψη, ανθρώπινα δικαιώματα και τελικά να ζουν καλά και να είναι ευτυχισμένοι.
Για να είσαι αυθεντικός επαναστάτης
Εμπνευσμένος από τη συζήτηση, ο Ερνέστο ξεκινά μια ιστορική αναδρομή. Θυμάται ότι, όταν τελείωσε την ιατρική ο πατέρας του, ξεκίνησε από το Μπουένος Άιρες στις 7 Ιούλιου 1953, το δεύτερο ταξίδι του στη Λατινική Αμερική.
Σε αυτή την περιοδεία, σημειώνει, ήρθε σε επαφή στη Βολιβία με τον αντίκτυπο της επανάστασης του 1952, στη Γουατεμάλα ήταν μάρτυρας της ανατροπής του Χάκομπο Άρμπενς, στην Κόστα Ρίκα, στη Γουατεμάλα και στο Μεξικό, έρχεται σε επαφή με τους επιζώντες κουβανούς επαναστάτες των γεγονότων της 26ης Ιουλίου 1953 (επίθεση στο στρατόπεδο Μονκάδα) και γνώριζει τον Φιντέλ Κάστρο. Εκεί αποφασίζει να ενταχθεί στο επαναστατικό κίνημα που ηγείται και μετά την απόβαση του Γκράνμα ξεκινά τον αγώνα στην Κούβα.
Στις 10 Δεκεμβρίου 1953, σε γράμμα του στη θεία του Μπεατρίς, από την Κόστα Ρίκα, ομολογεί ότι στη Γουατεμάλα θα τελειοποιούσε τον εαυτό του και θα κατακτούσε αυτό που χρειάζεται για να είναι ένας αυθεντικός επαναστάτης. Της λέει: “Εκτός από γιατρός, είμαι δημοσιογράφος και ρήτορας .... σε αγκαλιάζω και σε αγαπώ, ο ανιψιός σου με τη σιδερένια υγεία, το άδειο στομάχι και την ξεκάθαρη πίστη στο σοσιαλιστικό μέλλον. Chau, Chancho”.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1954, στο τέλος άλλου γράμματος προς την Μπεατρίς, την αποχαιρετά με αυτό τον τρόπο: “Μια ατσάλινη αγκαλιά από τον προλετάριο ανιψιό σου”.
Στις 6 Ιουλίου 1956, σε γράμμα προς τους γονείς του από τη φυλακή στο Μεξικό, γράφει: "Ένας νέος κουβανός ηγέτης με κάλεσε να ενταχθώ στο ένοπλο απελευθερωτικό κίνημα της χώρας του, και φυσικά, δέχτηκα. Το μέλλον μου συνδέεται με την κουβανική επανάσταση. Ή θα θριαμβεύσω μαζί της ή θα πεθάνω εκεί. Πέρασα τη ζωή μου ψάχνοντας την αλήθεια μου μέσα στα παραπατήματα. Στον τάφο μου θα πάρω μόνο τη θλίψη ενός ανολοκλήρωτου τραγουδιού”.
Σε άλλο γράμμα, προς τη μητέρα του, γράφει: “Το επάγγελμά μου σήμερα, μοιάζει με του «σαλταδόρου», σήμερα εδώ, αύριο εκεί. Τα σημάδια είναι καλά, προμηνύουν τη νίκη. Αλλά αν κάνουν λάθος, τελικά, ακόμα και οι θεοί κάνουν λάθος. Η πορεία μου είναι ουσιαστικά μια περιπέτεια και ο αγώνας θα είναι με την πλάτη στον τοίχο, όπως στους ύμνους, μέχρι να νικήσω ή να πεθάνω...”.