Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Cuito Cuanavale: Η μάχη που έριξε το απαρτχάιντ

Κουβανοί μαχητές στο Cuito Cuanavale,
Αγκόλα, Μάρτης 1988
Πηγή: cubadebate.cu

Αυτή τη χρονιά συμπληρώνονται 25 χρόνια από την ιστορική μάχη του Cuito Cuanavale στην ΝΑ Αγκόλα, όπου οι δυνάμεις εισβολής της Νότιας Αφρικής του απαρτχάιντ αντιμετώπισαν τα στρατεύματα της Κούβας και της Αγκόλας. Πρόκειται για ιστορικό γεγονός ορόσημο στον αντιαποικιακό αγώνα της Αφρικής, αλλά και λαμπρό παράδειγμα της διεθνιστικής αλληλεγγύης μιας χώρας που παρά το μικρό της σχετικά μέγεθος και τα πενιχρά της μέσα βοήθησε πολλούς λαούς του αναπτυσσόμενου κόσμου να αποχτήσουν την ανεξαρτησία τους. Ειδικά ο πόλεμος της Αγκόλας (1975 - 1989) [1] είναι μοναδικό παράδειγμα στην παγκόσμια ιστορία όπου μια τόσο μικρή χώρα έλαβε μέρος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις τόσο μεγάλης κλίμακας σε άλλη ήπειρο, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ανεξαρτησία της Αγκόλας και της Ναμίμπιας.

Το Οκτώβριο του 1975, έγινε συνδυασμένη επίθεση στο νεοσύστατο κράτος της Αγκόλας από τα στρατεύματα της Νότιας Αφρικής του απαρτχάιντ (από το νότο) και του δικτάτορα Μομπούτου του Ζαΐρ (από βορρά), με τη «διακριτική» στήριξη των ΗΠΑ και αρκετών ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η πρόθεση ήταν να προλάβουν την επίσημη διακήρυξη ανεξαρτησίας που είχε προγραμματιστεί για τις 11 Νοεμβρίου [2]. Οι δυνάμεις της Νότιας Αφρικής μάλιστα είχαν στη διάθεσή τους ακόμα και πυρηνικές κεφαλές που προμηθεύτηκαν από το Ισραήλ, αλλά ευτυχώς δε χρησιμοποιήθηκαν. Το σχέδιο ήταν να μοιραστούν μαζί με τον Μομπούτου το νέο κράτος και να βάλουν χέρι στις πλούσιες πρώτες ύλες του, ιδιαίτερα στην πετρελαιοπαραγωγό περιοχή της Καμπίντα.
Οι ένοπλες δυνάμεις της Αγκόλας ήταν ανεπαρκείς να αντιμετωπίσουν τη διπλή αυτή επίθεση. Σε αρωγή τους, υπήρχαν μόνο μερικές εκατοντάδες Κουβανοί στρατιωτικοί εκπαιδευτές. Τότε η επαναστατική κυβέρνηση της Κούβας πήρε τη μεγάλη απόφαση να υποστηρίξει την άμυνα του αφρικανικού έθνους, στέλνοντας συνολικά – κατά τη διάρκεια του πολέμου – πάνω από 300.000 εθελοντές μαχητές, με άρματα μάχης, αεροσκάφη και βαρύ οπλισμό, στα πλαίσια της επιχείρησης «Καρλότα». Η αρχική επίθεση αναχαιτίστηκε αλλά ο πόλεμος συνεχίστηκε για 15 σχεδόν χρόνια. Η τελευταία μεγάλη επίθεση ξεκίνησε από το έδαφος της Νότιας Αφρικής στο τέλος του 1987. Οι εισβολείς προέλαυναν προς το Κούιτου Καναβάλε, παλιά βάση του ΝΑΤΟ στα ΝΑ της χώρας, έτοιμοι να καταφέρουν θανάσιμο πλήγμα στην Αγκόλα.
Ο  Φιντέλ Κάστρο, στη μεγάλη του συνέντευξη στον Ιγνάσιο Ραμονέ που καταγράφηκε στο βιβλίο «100 ώρες με τον Φιντέλ» διηγείται σχετικά με το γεγονός:
Η πατρίδα μας επανέλαβε τον άθλο του 1975. Ένας ποταμός μονάδων και πολεμικών μέσων διέσχισε γρήγορα των Ατλαντικό και αποβιβάστηκε στη νότια ακτή της Αγκόλας για να επιτεθεί από τα νοτιοανατολικά με κατεύθυνση προς τη Ναμίμπια. Στο μεταξύ, 800 χιλιόμετρα ανατολικότερα, επίλεκτες μονάδες προέλαυναν προς το Κούιτου Κουαναβάλε. Εκεί, μαζί με  τις αγκολέζικες δυνάμεις που αναδιπλώνονταν, ετοίμασαν μια θανάσιμη παγίδα για τις πανίσχυρες νοτιοαφρικανικές δυνάμεις που προέλαυναν προς εκείνη τη μεγάλη αεροπορική βάση. Αν είχαν καταλάβει την αεροπορική βάση, φανταστείτε, τα αεροπλάνα που θα έφταναν, θα εφοδίαζαν.
[…] Η συντριπτική νίκη στο Κούιτου Κουοναβάλε, και κυρίως η κεραυνοβόλα προέλαση της ισχυρής συγκέντρωσης κουβανικών δυνάμεων στα νοτιοανατολικά της Αγκόλας, έβαλαν τέλος στην ξένη στρατιωτική επίθεση. Ο εχθρός αναγκάστηκε να καταπιεί τη συνηθισμένη αλαζονεία του και να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
H επίθεση της Νότιας Αφρικής αποκρούστηκε από τις επαναστατικές δυνάμεις, παρόλο που το στρατόπεδο των ηττημένων δεν παραδέχτηκε την ήττα. Συγκεκριμένα, ο Υπουργός Άμυνας, στρατηγός Μάγκνους Μάλαν, έχει γράψει στα απομνημονεύματά του ότι η επιχείρηση ήταν μεγάλη νίκη για τις ένοπλες δυνάμεις της Νότιας Αφρικής. Ο Νέλσον Μαντέλα όμως δε θα μπορούσε να είναι πιο σαφής: «Το Κούιτο Κουαναβάλε ήταν κομβικό σημείο για τον αγώνα απελευθέρωσης της ηπείρου μου και του λαού μου από τη μάστιγα του απαρτχάιντ».
Η διαμάχη σχετικά με τη σημασία του Κούιτο Κουαναβάλε υπήρξε έντονη, εν μέρει διότι τα νοτιοαφρικανικά αρχεία συνεχίζουν να είναι χαρακτηρισμένα απόρρητα. Ωστόσο, ο δημοσιογράφος Piero Gleijeses μελέτησε αρχεία της Κούβας και των ΗΠΑ και, παρόλο το ιδεολογικό χάσμα μεταξύ Αβάνας και Ουάσινγκτον, κατάφερε μια συνθέσει την πραγματική ιστορία σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Granma.
Τον Ιούλιο του 1987 ο στρατός της Αγκόλας εξαπέλυσε μεγάλης κλίμακας επίθεση στις δυνάμεις του στασιαστή Jonás Savimbi [3] στα ΝΑ της χώρας. Τότε επέλεξαν να επέμβουν τα στρατεύματα της Νότιας Αφρικής στην περιοχή και το Νοέμβριο πέτυχαν να περικυκλώσουν τις πιο επίλεκτες δυνάμεις της Αγκόλας κοντά στο Κούιτου Κουαναβάλε, έτοιμες να τις εξοντώσουν.
Παρόλο που το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ζήτησε να αποσυρθούν οι δυνάμεις εισβολής χωρίς όρους από την Αγκόλα, η κυβέρνηση Ρήγκαν, μέσω του υφυπουργού Εξωτερικών, Chester Crocker, διαβεβαίωσε το καθεστώς του απαρτχάιντ ότι αυτό το ψήφισμα δε θα είχε καμιά απολύτως επίπτωση, καθώς δεν προέβλεπε καμιά κύρωση για την επιτιθέμενη χώρα ούτε βοήθεια για την αμυνόμενη. Στις αρχές του 1988 η πτώση της βάση του Κουίτου και η εξόντωση των επίλεκτων αγκολέζικων δυνάμεων φαινόταν ζήτημα λίγου χρόνου, κάτι που θα επέφερε καίριο πλήγμα στην κυβέρνηση της Λουάντα.
Στις 15 Νοεμβρίου 1987 όμως ο κουβανός πρόεδρος Φιντέλ Κάστρο αποφάσισε να στείλει περισσότερα στρατεύματα και όπλα στην Αγκόλα, συμπεριλαμβανομένων των καλύτερων πιλότων, τα πιο προηγμένα αντιαεροπορικά όπλα και τα πιο σύγχρονα άρματα μάχης. Πρόθεση του Φιντέλ δεν ήταν μόνο να υπερασπίσει το Κούιτου, αλλά και να εκδιώξει τα στρατεύματα της Νότιας Αφρικής από την Αγκόλα μια και καλή. Αργότερα περιέγραψε παραστατικά τη στρατηγική του στον ηγέτη του ΚΚ Νότιας Αφρικής Joe Slovo: «Η Κούβα θα σταματήσει τη νοτιοαφρικάνικη εισβολή και μετά θα επιτεθεί σε άλλη κατεύθυνση, σαν πυγμάχος που με το αριστερό χέρι αμύνεται και με το δεξί επιτίθεται».
Τελικά οι δυνάμεις της Αγκόλας και της Κούβας συγκράτησαν την επίθεση και το Κούιτου δεν έπεσε. Στις 23 Μαρτίου 1988 ξεκίνησε η τελευταία μεγάλη επίθεση από τους Νοτιοαφρικανούς. Σύμφωνα με το συνταγματάρχη Jan Breytenbach, η επίθεση της Νότιας Αφρικής «αναχαιτίστηκε απότομα και οριστικά», από τις συμμαχικές δυνάμεις Αγκόλας και Κούβας.
Τότε το «δεξί χέρι» της Αβάνας ήταν έτοιμο να χτυπήσει: Ισχυρές κουβανικές δυνάμεις προέλασαν από τα ΝΑ της Αγκόλας προς τα σύνορα με τη Ναμίμπια. Αν και τα αρχεία της Νότιας Αφρικής δεν έχουν ακόμα αποχαρακτηριστεί για να μάθουμε όλες τις πληροφορίες σχετικά με τον αντίκτυπο της επίθεσης, γνωρίζουμε ότι τα νοτιοαφρικανικά στρατεύματα υποχώρησαν. Στοιχεία των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών δείχνουν ότι οι Νοτιοαφρικανοί έκαναν πίσω επειδή εντυπωσιάστηκαν από την ταχύτητα και την ισχύ της κουβανικής προέλασης και εκτίμησαν ότι η παράταση της εμπλοκής εγκυμονούσε μεγάλους κινδύνους.
Στις 26 Μάιου 1988 ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων της Νότιας Αφρικής παραδέχτηκε ότι οι Κουβανοί είχαν προχωρήσει 60 χιλιόμετρα μέσα στο έδαφος της Ναμίμπιας και ένα μήνα μετά ο νοτιοαφρικανός διοικητής της κατεχόμενης χώρας παραδέχτηκε ότι κουβανικά MIG-23 πετούσαν πάνω από τη Ναμίμπια, γεγονός που είχε κάνει μεγάλη εντύπωση εκείνη την εποχή που η αεροπορία της Νότιας Αφρικής κυριαρχούσε στους αιθέρες και είχε τρομοκρατήσει το καθεστώς του απαρτχάιντ. Αντίθετα, ο μαύρος πληθυσμός της Νότιας Αφρικής έβλεπε φως ελπίδας μέσα από την αποχώρηση των δυνάμεων του ρατσιστικού καθεστώτος.
Ενώ συνέβαιναν αυτά στο πεδίο μάχης, Κουβανοί, Αγκολέζοι, Νοτιοαφρικανοί και Αμερικανοί κάθισαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Δύο ήταν τα κυριότερα διακυβεύματα: Αν η Νότια Αφρική θα δεχόταν το ψήφισμα Νο. 435 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ υπέρ της ανεξαρτησίας της Ναμίμπιας, και το χρονοδιάγραμμα της αποχώρησης των κουβανικών στρατευμάτων από την Αγκόλα. Η κυβέρνηση της Πραιτόρια δεν είχε πρόθεση να δεχτεί την ανεξαρτησία της Ναμίμπιας και συζητούσε μόνο την αποχώρηση από την Αγκόλα, εφόσον «οι Σοβιετικοί και οι μαριονέτες τους» έκαναν το ίδιο.
Ωστόσο οι στρατιωτικές επιτυχίες των Κουβανών είχαν αντιστρέψει το κλίμα, έτσι ώστε οι απαιτήσεις της – ηττημένης στο πεδίο της μάχης – Νότιας Αφρικής να φαίνονται παράλογες. Αυτό παραδέχτηκε και ο επικεφαλής διαπραγματευτής των ΗΠΑ Κρόκερ, τηλεγραφώντας στον υπουργό Εξωτερικών Τζορτζ Σουλτς μετά τις διαπραγματεύσεις στο Κάιρο ότι «Η Κουβανική προέλαση στα ΝΑ της Αγκόλας [προς τη Ναμίμπια] έχει δημιουργήσει μια στρατιωτική δυναμική απρόβλεπτη».
Τελικά οι τελευταίοι στρατιώτες της Νότιας Αφρικής αποχώρησαν από την Αγκόλα στις 30 Αυγούστου, πριν καν οι διαπραγματευτές αρχίσουν να συζητούν το χρονοδιάγραμμα της κουβανικής αποχώρησης, η οποία ολοκληρώθηκε σε βάθος τριών ετών.
Παρ’ όλες τις προσπάθειες της Ουάσινγκτον για να το αποτρέψει, η Κούβα άλλαξε τον ρου της ιστορίας για τις χώρες της Νότιας Αφρικής. Ακόμα και ο Κρόκερ αναγνώρισε το ρόλο της Κούβας, διαμηνύοντας στον Σουλτς στις 25 Αυγούστου 1988: «Το να ανακαλύψεις τι πιστεύουν οι Κουβανοί είναι μια μορφή τέχνης. Είναι προετοιμασμένοι τόσο για τον πόλεμο όσο και για την ειρήνη. Υπήρξαμε μάρτυρες μιας τακτικής εκλέπτυνσης και μιας πραγματικής δημιουργικότητας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αυτό είχε σαν φόντο τις ʺεκρήξειςʺ του Κάστρο και την αναδίπλωση χωρίς προηγούμενο των στρατιωτών του στο πεδίο της μάχης».
Ο άθλος των Κουβανών στο πεδίο της μάχης και η δεξιοτεχνία τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ήταν αποφασιστικής σημασίας για να υποχρεωθεί η Νότια Αφρική να αποδεχτεί την ανεξαρτησία της Ναμίμπια. Η επιτυχημένη άμυνα του Κούιτου ήταν το προάγγελμα μιας εκστρατείας που υποχρέωσε το στρατό της Ν. Αφρικής να αποχωρήσει από την Αγκόλα. Αυτή η νίκη είχε αντίκτυπο πιο πέρα από τη Ναμίμπια.
Πολλοί συγγραφείς – ο Μάλαμ είναι μόνο ένα παράδειγμα – έχουν προσπαθήσει να ξαναγράψουν την ιστορία, αλλά έγγραφα των ΗΠΑ και της Κούβας διηγούνται αυτό που πραγματικά συνέβη. Αυτή η αλήθεια εκφράστηκε με ευγλωττία από την Thenjiwe Mtintso, πρέσβειρα της Νότιας Αφρικής στην Κούβα, το Δεκέμβριο του 2005: «Σήμερα η Ν. Αφρική έχει πολλούς νέους φίλους. Χθες αυτοί οι φίλοι αναφέρονταν στους ηγέτες και τους συναγωνιστές μας ως τρομοκράτες και τους παρενοχλούσαν από τις χώρες τους ενώ ταυτόχρονα υποστήριζαν τη Ν. Αφρική του απαρτχάιντ. Αυτοί οι ίδιοι φίλοι σήμερα θέλουν να καταγγείλουμε και να απομονώσουμε την Κούβα. Η απάντησή μας είναι πολύ απλή, είναι το αίμα των Κουβανών μαρτύρων και όχι αυτών των φίλων που τρέχει άφθονο την αφρικανική γη και ποτίζει το δέντρο της ελευθερίας της πατρίδας μας».

Οι Κουβανοί μαχητές είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν τη ζωή τους για την απελευθέρωση των χωρών μας και σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια αυτή για την ελευθερία μας και την πρόοδο του πληθυσμού μας το μόνο που θα πάρουν από μας είναι οι μαχητές που έπεσαν πολεμώντας για την ελευθερία.

Amílcar Cabral [4]

Σημειώσεις
[1] Ο οποίος συνεχίστηκε ως εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στη μαρξιστική και την εθνικιστική παράταξη – με διαλείμματα – έως το 2002.
[2] Ενάμισι χρόνο μετά την Επανάσταση των Γαρυφάλλων, το γεγονός που ουσιαστικά έβαλε τέλος στην αποικιακή αυτοκρατορία της Πορτογαλίας.
[3] Jonas Malheiro Savimbi (1934 – 2002). Ηγέτης του αγώνα ανεξαρτησίας από την Πορτογαλία με την εθνικιστική οργάνωση UNITA. Αργότερα πολέμησε στον εμφύλιο εναντίον του μαρξιστικού μετώπου MPLA, που πήρε την εξουσία, μέχρι το θάνατό του.
[4] Amílcar Lopes da Costa Cabral (1924 – 1973). Ηγέτης του αγώνα ανεξαρτησίας της Γουινέα Μπισάου και του Πράσινου Ακρωτηρίου, από τις σημαντικότερες μορφές του αντιαποικιακού αγώνα της Αφρικής.