Τα ευρήματα, τα οποία προέρχονται από τους οικονομολόγους Μαρκ Γουεισμπρότ, Φρανσίσκο Ροντρίγκες και Σίλβιο Ρεντόν, δείχνουν ότι αυτό το ανθρώπινο κόστος είναι περίπου ισοδύναμο με το σύνολο των θανάτων που προκαλούνται από τους πολέμους — συμπεριλαμβανομένων των απωλειών αμάχων — και υπερβαίνει τον ετήσιο αριθμό των θανάτων σε μάχες.
Οι περισσότερες θάνατοι που συνδέονται με τις κυρώσεις στις πέντε δεκαετίες μετά το 1970 αφορούν παιδιά κάτω των πέντε ετών.
«Είναι ανήθικο και αδικαιολόγητο να συνεχίζεται η χρήση μιας τόσο θανατηφόρας μορφής συλλογικής τιμωρίας, και ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι έχει επεκταθεί σταθερά με την πάροδο των ετών», δήλωσε ο Mark Weisbrot, συν-συγγραφέας της μελέτης και συν-διευθυντής του Κέντρου Οικονομικών και Πολιτικών Ερευνών (CEPR). «Επιπλέον, οι κυρώσεις συχνά εκλαμβάνονται εσφαλμένα ως μια λιγότ.ερο θανατηφόρα, σχεδόν μη βίαιη πολιτική εναλλακτική λύση σε σύγκριση με τη χρήση στρατιωτικής δύναμης»
Η μελέτη αναλύει τον αντίκτυπο των οικονομικών κυρώσεων στην υγεία χρησιμοποιώντας ένα σύνολο δεδομένων σχετικά με τα ποσοστά θνησιμότητας ανά ηλικία και τα επεισόδια κυρώσεων σε 152 χώρες μεταξύ 1971 και 2021. Διαπιστώνεται σημαντική συσχέτιση μεταξύ των κυρώσεων και της αύξησης της θνησιμότητας, με «ισχυρότερες επιπτώσεις... στην περίπτωση των μονομερών οικονομικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες» και «χωρίς στατιστικά στοιχεία που να υποδηλώνουν επίδραση στην περίπτωση των κυρώσεων που επιβλήθηκαν από τα Ηνωμένα Έθνη».
Οι ερευνητές ανέλυσαν τον αντίκτυπο των κυρώσεων στα ποσοστά θνησιμότητας ανά ηλικιακή ομάδα. Διαπίστωσαν ότι το 51% των θανάτων που αποδίδονται στις κυρώσεις μεταξύ 1970 και 2021 αφορούσαν παιδιά ηλικίας κάτω των πέντε ετών. Οι περισσότεροι θάνατοι (το 77% των θανάτων κατά την περίοδο αυτή) αφορούσαν άτομα ηλικίας 0-15 ετών και 60-80 ετών.
Αυτή είναι η πρώτη μελέτη που αναλύει συστηματικά τις επιπτώσεις των κυρώσεων στη θνησιμότητα ανά ηλικιακή ομάδα, χρησιμοποιώντας συγκριτικά δεδομένα μεταξύ χωρών και μεθόδους που έχον σχεδιαστεί ειδικά για να απαντούν σε αιτιώδη ερωτήματα με βάση παρατηρητικά δεδομένα.
«Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι επιπτώσεις των κυρώσεων στη θνησιμότητα τείνουν να εντείνονται με την πάροδο του χρόνου, με τις παρατεταμένες κυρώσεις να έχουν το μεγαλύτερο κόστος σε ανθρώπινες ζωές», αναφέρουν οι συγγραφείς.
Επισημαίνουν επίσης ότι οι μονομερείς κυρώσεις που επιβάλλονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να είναι πιο θανατηφόρες από τις πολυμερείς κυρώσεις που επιβάλλονται από τον ΟΗΕ, καθώς «οι μονομερείς κυρώσεις που επιβάλλονται από τις ΗΠΑ ή την ΕΕ μπορεί να έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να έχουν μεγαλύτερο αρνητικό αντίκτυπο στους πληθυσμούς-στόχους». Αντίθετα, οι κυρώσεις του ΟΗΕ «έχουν σχεδιαστεί με στόχο την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεών τους στον άμαχο πληθυσμό, αν και συζητείται σε ποιο βαθμό έχουν επιτύχει τον σκοπό αυτό».
Παρά τη θανατηφόρα τους φύση και το γεγονός ότι, σε πολλές —αν όχι στις περισσότερες— περιπτώσεις, δεν καταφέρνουν να προκαλέσουν «αλλαγή καθεστώτος» ούτε να επιτύχουν άλλους στόχους εξωτερικής πολιτικής (με εμβληματικό παράδειγμα τον αποκλεισμό της Κούβας, που διαρκεί ήδη πάνω από 60 χρόνια), «η χρήση οικονομικών κυρώσεων έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες». Μεταξύ 2010 και 2022, «το 25% όλων των χωρών του κόσμου υπέστησαν κάποιο είδος κυρώσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση ή τα Ηνωμένα Έθνη, σε σύγκριση με ένα μέσο όρο 8% στη δεκαετία του 1960».
«Έχουμε δει πώς οι οικονομικές κυρώσεις —ιδιαίτερα αυτές που επιβλήθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες— έχουν συμβάλει ουσιαστικά στην οικονομική κατάρρευση των χωρών που έχουν υποστεί κυρώσεις, όπως η Βενεζουέλα», δήλωσε ο Φρανσίσκο Ροντρίγκες, συν-συγγραφέας της μελέτης και καθηγητής Δημοσίων και Διεθνών Υποθέσεων στο Josef Korbel School του Πανεπιστημίου του Ντένβερ.
«Οι κυρώσεις συχνά αποτυγχάνουν να επιτύχουν τους δηλωμένους στόχους τους και, αντίθετα, τιμωρούν μόνο τους άμαχους πληθυσμούς των χωρών που πλήττονται. Είναι καιρός οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλοι ισχυροί παράγοντες της διεθνούς κοινότητας να επανεξετάσουν σοβαρά αυτόν τον σκληρό και, συχνά, αντιπαραγωγικό μηχανισμό».