Πηγή: Proyecto Numantino
Μια ενδιαφέρουσα μουσικοθεατρική παράσταση ανέβηκε το τριήμερο 19-21 Δεκέμβρη στην κεντρική σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, με τίτλο Granma: Trombones from Havana. Διαβάζουμε στην αναγγελία του έργου από την ιστοσελίδα της «Στέγης»:
Κι αν ξαναζούσε η Κούβα του Φιντέλ Κάστρο; Κι αν η νέα γενιά των Κουβανών οραματιζόταν μια άλλη ουτοπία; Κι αν οι τρομπέτες της Buena Vista ηχούσαν και πάλι;
Ο συνιδρυτής των Rimini Protokoll, Στέφαν Κέγκι, γυρνάει 60 χρόνια πίσω, για να ανασυνθέσει τον μύθο της κουβανέζικης επανάστασης. Αυτή τη φορά, η Ιστορία δεν γράφεται από τον Κάστρο και τους συντρόφους του, αλλά από τα εγγόνια τους.
Από το 2000, με έδρα το Βερολίνο, το γερμανικό σχήμα Rimini Protokoll ανεβάζει πρωτότυπα έργα-projects με διαφορετικούς συντελεστές, συχνά ερασιτέχνες ηθοποιούς, συνδυάζοντας αλληλεπίδραση και χρήση τεχνολογίας. Στο «Γκράνμα»,
Ο Στέφαν Κέγκι απευθύνθηκε σε περισσότερους από 50 απογόνους των Κουβανών επαναστατών, προκειμένου να συγκεντρώσει υλικό για την έρευνά του. Η ανταπόκρισή τους ήταν θερμή, πέραν κάθε προσδοκίας, ώστε αποφάσισε να επιλέξει τέσσερις από αυτούς για να αποτυπώσει την Κούβα, μέσα από τη ματιά τους. Αυτοί είναι ο Ντανιέλ (μαθηματικός και κινηματογραφιστής) ο Κριστιάν (προγραμματιστής υπολογιστών), η Μιλάγκρο (φοιτήτρια Ιστορίας) και η Νταϊάνα (μουσικός).
Οι τέσσερις νέοι συγκροτούν μια μικρομπριγάδα, δημοφιλή θεσμό στην όπου ένας ή λίγοι επαγγελματίες μαθαίνουν μια μεγαλύτερη ομάδα πώς να κάνει κάτι κοινωνικά χρήσιμο, από το να χτίζει μέχρι να συμμετέχει σε μια καλλιτεχνική έκφραση. Στην προκειμένη περίπτωση, η Ντιάνα που είναι η μόνη επαγγελματίας μουσικός, μαθαίνει εδώ και ένα χρόνο τους υπόλοιπους τρεις να παίζουν τρομπόνι.
Κατά τη διάρκεια της δίωρης παράστασης, οι τέσσερις πρωταγωνιστές παίζουν μουσική αλλά βασικά κάνουν μια ανασκόπηση/αναπαράσταση της σύγχρονης ιστορίας της Κούβας, από το 1956 μέχρι σήμερα, χρησιμοποιώντας οπτικοακουστικά ντοκουμέντα εποχής, θεατρικούς μονολόγους και διαλόγους, σύντομες συνεντεύξεις από εν ζωή συγγενείς τους. Και οι τέσσερις έχουν αφετηρία τις ιστορίες που έμαθαν από τους παππούδες τους, που ήταν μέλη της γενιάς που έκανε την επανάσταση του 1956-1959 που ανέτρεψε τον δικτάτορα Μπατίστα.
Από αυτούς πιο γνωστός ήταν ο Φαουστίνο Πέρες, παππούς του Ντανιέλ και ένας από τους 82 μαχητές του Γκράνμα, ο οποίος μετά το θρίαμβο της 1ης Γενάρη 1959 έλαβε υψηλά αξιώματα στην επαναστατική κυβέρνηση. Παρόλα αυτά ο Ντανιέλ, γεννημένος το 1983, είναι ο πιο επικριτικός προς την ηγεσία της Επανάστασης, μεταξύ άλλων για την περιθωριοποίηση – σύμφωνα με τα λεγόμενα του – του παππού του, που από υπουργός της πρώτης επαναστατικής κυβέρνησης αργότερα «απομακρύνθηκε» στην πρεσβεία της Κούβας στη Βουλγαρία και στα γεράματα του κατείχε μόνο δευτερεύοντα καθήκοντα στην περιφέρεια. Λέει ακόμα ότι ο Φιντέλ έχει μιλήσει άσχημα για τον Φαουστίνο Πέρες στη γνωστή συνέντευξη του στον Ραμονέ κατηγορώντας τον για «μικροαστική νοοτροπία» - προσωπικά δεν εντόπισα το απόσπασμα στο βιβλίο «Εκατό ώρες με τον Φιντέλ», εκδόσεις Πατάκης (2007). Επίσης είναι γεγονός ότι ο Πέρες μέχρι το θάνατό του παρέμενε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ. Κούβας.
Αντίθετα, η Μιλάγρο, γεννημένη το 1995, φαίνεται να είναι η πιο πιστή στα ιδανικά της Επανάστασης, αν και έχει την ταπεινότερη καταγωγή ως εγγονή μοδίστρας. Ωστόσο δεν ωραιοποιεί καταστάσεις, μην κρύβοντας το στεγαστικό πρόβλημα ακόμα και σήμερα που την υποχρέωσε να πετάξει πολλά βιβλία της γιατί κάποιος συγγενής της είναι αλλεργικός στη σκόνη.
Ο Κριστιάν είναι εγγονός πρώην στρατιωτικού που υπηρέτησε στην Αγκόλα και ήθελε να γίνει κι αυτός στρατιωτικός μέχρι να ανακαλύψει ότι είναι απείθαρχος για αυτό το επάγγελμα και να αποφασίσει να αλλάξει επαγγελματικό προσανατολισμό.
Η Ντιάνα είναι εγγονή γνωστού μουσικού της εποχής που είχε ακολουθήσει διεθνιστικές αποστολές στη Συρία και την Αφρική. Μιλάει με νοσταλγία για τον παππού της αλλά δεν κρύβει ότι ήταν συνέχεια απών από την οικογένεια και δεν ήταν πιστός στη γιαγιά της. Επίσης, ως μουσικός η ίδια, θεωρεί τον εαυτό της τυχερό που κάνει ένα από τα λίγα επαγγέλματα από τα οποία μπορεί να ζήσει κάποιος καλά σήμερα στην Κούβα.
Ενδιαφέρον προκαλούν σκηνές όπου οι πρωταγωνιστές διαφωνούν, όπως όταν ο Ντανιέλ αναφέρει μια ιστορική ομιλία του παππού του αλλά αρνείται να τη διαβάσει (θεωρώντας τη μαυσωλείο του παρελθόντος) αλλά του παίρνει το χαρτί από τα χέρια και την διαβάζει η Μιλάγρο. Ή όταν μετά από μια αφήγηση του παππού του για τον πόλεμο στην Αγκόλα, ο Κριστιάν σχολιάζει ότι μάλλον τελικά οι κουβανοί πήγαν από υποχρέωση ως σύμμαχοι της Σοβιετικής Ένωσης και τον διορθώνει πάλι η Μιλάγρο λέγοντας ότι ήταν πόλεμος διεθνιστικής αλληλεγγύης και αξιοπρέπειας. Αυτό πιστεύω περνάει σωστά το μήνυμα ότι οι σύγχρονοι Κουβανοί μπορεί να διαφωνούν για πολλά πολιτικά ζητήματα αλλά αγαπούν τη χώρα τους και αγωνίζονται για το καλύτερο.
Και οι τέσσερις νέοι σε κάποιο βαθμό συμφωνούν ότι η γενιά που διαχειρίστηκε την Επανάσταση (των γονιών τους) έχει ευθύνες για φαινόμενα γραφειοκρατικοποίησης και στασιμότητας, παίρνοντας τη σκυτάλη από την ηρωική γενιά (των παππούδων) που έκανε την Επανάσταση με οράματα και τις καλύτερες προθέσεις.
Η παράθεση των κομβικών γεγονότων της σύγχρονη κουβανικής ιστορίας είναι πυκνή και γενικά τίμια, κάνοντας αναφορά τόσο σε ηρωικές στιγμές όσο και σε λιγότερο φωτεινές, όπως η «Γκρίζα Πενταετία», τα προνόμια ορισμένων στελεχών και η καταδίκη του στρατηγού Οτσόα.
Δεν παραλείπεται φυσικά αναφορά για τον αποκλεισμό (εμπάργκο) που ισχύει επισήμως από το 1962, αν και όχι σε αρκετό βάθος για να καταλάβει ο αμύητος σε τι βαθμό επηρεάζει τη χώρα. Πιο εκτενής είναι η αναφορά στην Ειδική Περίοδο (δεκαετία 1990), με τις πολύωρες διακοπές ρεύματος και τις ελλείψεις αγαθών, από τρόφιμα και φάρμακα μέχρι… μπαστούνια και μπάλες του μπέιζμπολ. Συγκινητική η αναφορά στα θύματα της τρομοκρατίας του ιμπεριαλισμού, όπως τα μέλη της ομάδας ξιφασκίας που επέστρεφε από τους παναμερικανικούς αγώνες του 1976 με αεροπλάνο που καταρρίφθηκε από βομβιστική ενέργεια κουβανών αντικαθεστωτικών – μιλάει και ο μοναδικός αθλητής που σώθηκε γιατί δεν είχε ακολουθήσει την αποστολή και μετά έγινε προπονητής.
Η παραγωγή δείχνει ενημερωμένη και για τα ελληνικά πράγματα, με αναφορά ότι η κυβέρνηση Καραμανλή (του πρεσβύτερου) στήριξε το εμπάργκο τη δεκαετία του 1960 και ότι τελευταία η χώρα μας βιώνει πολυάριθμα περιστατικά αστυνομικής βίας.
Συνολικά, θα έλεγα ότι η παράσταση είναι το ενδιαφέρον αποτέλεσμα γερμανικής επινόησης και διεύθυνσης και κουβανικής έκφρασης, που κρατάει μια τίμια στάση απέναντι στην Κούβα του τότε και του σήμερα, χωρίς να καταφεύγει στην εύκολη λύση των ίσων αποστάσεων. Το σκηνικό λιτό αλλά με χρήση πρωτότυπων εκφραστικών μέσων, όπως… χτυπήματα μπέιζμπολ με πλαστική μπουκάλα αντί μπαστούνι και συνομιλία με το κοινό. Με πυκνή πληροφορία και ποικιλία προκαλούμενων συναισθημάτων, ιδιαίτερα σε κοινό όχι πολύ μυημένο. Η οργάνωση και φιλοξενία του χώρου ήταν υψηλού επιπέδου. Οι διάλογοι ήταν στα ισπανικά, με υπέρτιτλους σε ελληνικά και αγγλικά. (*) Το κοινό στο τέλος καταχειροκρότησε.
(*) Μόνη παραφωνία, στο βωμό της πολιτικής ορθότητας προφανώς, η απόδοση του συνθήματος “Nikita, mariquita, lo que se da no se quita” σε… «Νικίτα, κότα…».