Μια αμετανόητη αγωνίστρια υπέρ των δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών και κατά της καταπίεσης πέθανε στην Κούβα, όπου ζούσε ως πολιτική πρόσφυγας επί 41 χρόνια, όμως η παρακαταθήκη της μένει ζωντανή
● Καταδικάστηκε για τον φόνο ενός αστυνομικού, γέννησε στη φυλακή, υπέστη κακομεταχείριση, απέδρασε κινηματογραφικά και διέφυγε στην Κούβα, ενώ οι ΗΠΑ την είχαν επικηρύξει για 2 εκατ. δολάρια.
H είδηση του θανάτου της στις 25 Σεπτεμβρίου στην Αβάνα δεν αποτελεί τέλος εποχής, αλλά ανοίγει ξανά τη δημόσια συζήτηση για τον ρατσισμό, την αδικία, την καταστολή και την κρατική τρομοκρατία στις ΗΠΑ. Η Ασάτα Σακούρ ήταν (και παραμένει παρά τον θάνατό της) σύμβολο του κινήματος για την απελευθέρωση των Μαύρων και στάθηκε ένα ακόμη αγκάθι στις σχέσεις ΗΠΑ – Κούβας. Εκεί όπου πέρασε τα τελευταία 41 χρόνια της ζωής της ως πολιτική πρόσφυγας η στρατευμένη στον Απελευθερωτικό Στρατό των Μαύρων (BLA) και πρώτη γυναίκα που μπήκε στην αμερικανική λίστα των πλέον καταζητούμενων τρομοκρατών, επικηρυγμένη με 2 εκατομμύρια δολάρια από το FBI και την Εισαγγελία του Νιου Τζέρσι.
Η «δραπέτισσα σκλάβα του 20ού αιώνα», όπως πάντα όριζε τον εαυτό της, που απέρριψε με λόγια και πράξεις τη θεώρηση των Μαύρων ως απλών θυμάτων προτάσσοντας τη «μακρά, πλούσια και δυναμική ιστορία» στην οποία πρωταγωνιστούν, δοξάστηκε και δαιμονοποιήθηκε επί δεκαετίες. Για τους υποστηρικτές της ήταν μια ακούραστη μαχήτρια κατά της ρατσιστικής καταπίεσης και των πολιτικών διώξεων, για τους ρατσιστές επικριτές της ήταν μια ψυχρή δολοφόνος αστυνομικού.
Γεννημένη στη Νέα Υόρκη το 1947 ως Τζοάν Ντέμπορα Μπάιρον, μεγάλωσε στη Βόρεια Καρολίνα με τους παππούδες της, που «με έμαθαν να ζω με αξιοπρέπεια». To 1968, σε μια εποχή που τα κινήματα για τα πολιτικά δικαιώματα και κατά του πολέμου στο Βιετνάμ έδιναν τον ρυθμό των εσωτερικών εξελίξεων, μπήκε στο City College, το δημόσιο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Εκεί ριζοσπαστικοποιήθηκε μετέχοντας πρώτα στους Μαύρους Πάνθηρες και έπειτα στον Απελευθερωτικό Στρατό των Μαύρων (BLA), οργάνωση ιδρυμένη από πρώην μέλη των Πανθήρων και της Δημοκρατίας της Νέας Αφρικής (RNA) που καλούσε στον ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωση και αυτοδιάθεση των Μαύρων στις ΗΠΑ.
Τον Μάιο του 1973, σε αυτοκινητόδρομο του Νιου Τζέρσι, η αστυνομία σταμάτησε το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε με δύο συντρόφους της και -κατά την ανταλλαγή πυρών- σκοτώθηκε ένας από αυτούς και ο αστυνομικός Βέρνερ Φόρστερ. Συνελήφθη και δικάστηκε το 1977, έχοντας γεννήσει την κόρη της στη φυλακή, όπου γνώρισε κακομεταχείριση αλλά και στέρηση στοιχειώδους ιατρικής περίθαλψης. Καταδικάστηκε από ένα Σώμα αποκλειστικά λευκών ενόρκων (κάποιοι με σχέσεις με την αστυνομία του Νιου Τζέρσι) για φόνο πρώτου βαθμού και ένοπλη επίθεση, ανάμεσα στα άλλα.
Η επικήρυξη της Ασάτα Σακούρ (πριν ακόμα φτάσει στα δύο εκατομμύρια δολάρια) |
Της επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης συν 33 χρόνια, σε μια δίκη που χαρακτήρισε ως «νομικό λιντσάρισμα» και ήταν τυπικό δείγμα ενός δικαστικού και αστυνομικού συστήματος στημένων κατηγοριών και απουσίας ελάχιστων εγγυήσεων που υπαγορεύεται από μια ακραία αντίληψη λευκής φυλετικής υπεροχής, που τότε όπως και τώρα γεμίζει τις φυλακές με Αφροαμερικανούς και φτωχούς στη συντριπτική πλειονότητα.
Οι αστυνομικοί υποστήριξαν πως η Σακούρ άνοιξε πρώτη πυρ σκοτώνοντας τον Φόρστερ. Η Σακούρ υποστήριξε πως είχε τα χέρια ψηλά (όπως όταν παραδίνεσαι) όταν οι αστυνομικοί την πυροβόλησαν, γεγονός που επιβεβαίωσαν ιατροί εμπειρογνώμονες από τη φορά που είχαν οι σφαίρες και τα σημεία όπου ήταν τα δύο τραύματά της. Οι αναλύσεις που έγιναν την ημέρα της σύλληψής της στο νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε έδειξαν πως δεν είχε ίχνη πυρίτιδας στα χέρια της: δεν είχε πυροβολήσει. Παρ’ όλα αυτά την καταδίκασαν για δολοφονία.
Επειτα από δύο χρόνια, τον Νοέμβριο του 1979, πρωταγωνίστησε σε μια από τις πολυσυζητημένες αποδράσεις, όταν τρεις σύντροφοί της κατάφεραν να την απελευθερώσουν από τις φυλακές γυναικών του Κλίντον. Κρυβόταν μετακινούμενη συνεχώς ώς το 1984 όταν η Κούβα, εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, της πρόσφερε πολιτικό άσυλο απορρίπτοντας έκτοτε συστηματικά τα επανειλημμένα αιτήματα των ΗΠΑ για έκδοσή της.
Μαχητικό κληροδότημα
Η φερώνυμη αυτοβιογραφία της Ασάτα, που εκδόθηκε το 1987, είναι η αφήγηση μιας Αφροαμερικανίδας που μεγαλώνει σε μια ρατσιστική κοινωνία όπου οι φυλετικές διακρίσεις είναι ο άρτος ο επιούσιος με τον οποίο αναθρέφονται εκατομμύρια άτομα στο σχολείο, στη δουλειά, στο λεωφορείο, στις ουρές των καταστημάτων. Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα διαμορφώθηκε η πολιτική της συνείδηση.
Γι’ αυτό και για πολλούς Μαύρους και πολέμιους του ρατσισμού η Σακούρ είναι ένα είδος λαϊκής ηρωίδας. Ενέπνευσε ένα κομμάτι της χιπ χοπ και ραπ σκηνής. Υπήρξε «πνευματική μητέρα» του Τούπακ Σακούρ, του μύθου της ραπ που δολοφονήθηκε το 1996. Πολλά συγκροτήματα κάνουν αναφορές σε αυτήν ή της γράφουν τραγούδια, όπως ο βραβευμένος με τρία ΕΜΜΥ Common ή οι Public Εnemy. To Κοινοτικό Κολέγιο Μπόροου του Μανχάταν, όπου φοίτησε, καθιέρωσε υποτροφία που φέρει το όνομά της. Στο δημόσιο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, όπου σπούδασε, οι φοιτητές τής αφιέρωσαν κοινοτικό κέντρο. Το όνομά της απαντάται συχνά στο Κίνημα Black Lives Matter (Οι Ζωές των Μαύρων Εχουν Αξία) και η εμπειρία των αγώνων της έχει σημαντική επίδραση στις κοινότητες των μεταναστών και των ιστορικά περιθωριοποιημένων.
Αμέσως μόλις έγινε γνωστός ο θάνατός της, τα κοινωνικά δίκτυα πλημμύρισαν με αναφορές στους αγώνες μιας γυναίκας που χαρακτηρίζουν ως «φάρο αντίστασης». Φωτογραφίες της, αποσπάσματα από κείμενά της, βίντεο από ομαδικές αναγνώσεις ποιημάτων της κατέκλυσαν τον κυβερνοχώρο, ενώ hashtags όπως το #AssataLivesOn έγιναν όχημα που συνδέει την ιστορία της με τους μεγάλους σημερινούς αγώνες κατά της αστυνομικής κτηνωδίας, της μαζικής φυλάκιση μαύρων στις ΗΠΑ, των δομικών φυλετικών διακρίσεων, της χρήσης της ποινικής δικαιοσύνης ως εργαλείο φυλετικού ελέγχου, του κυνηγιού των μεταναστών, ακόμα και για το πώς έχει διαμορφωθεί το κυρίαρχο αφήγημα για τον ρατσισμό στην Αμερική του Τραμπ.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο φέρνει στο προσκήνιο γενικότερα ζητήματα, ανάμεσά τους αυτό της ανεξαρτησίας μικρών χωρών, όπως η Κούβα, μπροστά σε εξωτερικές πιέσεις. Είναι ενδεικτικό πως το όνομα της Σακούρ αναφέρθηκε ξανά φέτος για να ισχυροποιήσει το αμερικανικό επιχείρημα πως «το κουβανικό καθεστώς προσφέρει καταφύγιο σε τρομοκράτες, εγκληματίες, φυγόδικους», όταν ο Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε να εντάξει ξανά την Κούβα στη λίστα των κρατών που προωθούν την τρομοκρατία.
Η Σακούρ επέμενε πάντα στην αθωότητά της, δεν ήταν φόνισσα ούτε τρομοκράτισσα. «Προασπίζομαι το τέλος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, την κατάργηση των ρατσιστικών πολιτικών, την εξάλειψη του σεξισμού, την εξαφάνιση της πολιτικής καταστολής», έγραφε σε ανοιχτό γράμμα της στον Πάπα Ιωάννη Παύλο ΙΙ, κατά την επίσκεψή του στην Κούβα το 1998. «Αν αυτό είναι έγκλημα, τότε είμαι απόλυτα ένοχη».