Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Αρνητικό το ισοζύγιο στις οικονομίες Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής

 Πηγή: trabajadores
Ramon Barreras Ferrán

Το υποθηκευτικό ισοζύγιο που επιβαρύνει την οικονομία των χωρών της γεωγραφικής μας περιοχής, θα παραμείνει αρνητικό στο τέλος του 2015, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Οικονομικής Επιτροπής για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (Cepal).

Ένα δελτίο τύπου που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα μέσα  μαζικής επικοινωνίας και περιλαμβάνει  προβλέψεις βασισμένες σε αναλύσεις  ειδικών, αναφέρει ότι το τρέχων έτος θα κλείσει με ένα μέσο όρο του ΑΕΠ -0,3% και τα προγνωστικά για το 2016 είναι ότι θα υπερβεί το 0,7%.


Ανάμεσα στις αιτίες που προκαλούν αυτό το ποσοστό, σύμφωνα με τους μελετητές, είναι η  υποτονική εσωτερική ζήτηση, το παγκόσμιο περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από την πτώση της ανόδου του ανεπτυγμένου κόσμου, την αξιοσημείωτη επιβράδυνση στις λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες, την ισχυροποίηση του δολαρίου, την αυξητική αστάθεια των χρηματοοικονομικών αγορών και μια σημαντική πτώση των τιμών των πρωτογενών αγαθών (ακατέργαστα προϊόντα).

Στην οικονομική υποδομή της Λατινικής Αμερικής και της Καραïβικής, με τα μάτια στραμμένα  στο κλείσιμο του έτους, αυτή η επιτροπή, που είναι συνδεδεμένη με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), θεωρεί με βάση την εκτίμηση που πραγματοποίησε για τη χώρα μας, ότι το ΑΕΠ θα παρουσιάσει μία αύξηση 4%, το οποίο δεν φτάνει ακόμη  στα απαιτούμενα και επιδιωκόμενα επίπεδα που να ευνοούν ένα καλό επίπεδο ανάπτυξης και διαβίωσης, όμως κατατάσσεται ανάμεσα στα πιο υψηλά της περιοχής.

Στη γενική κατάληξη, η Νότια Αμερική θα καταγράψει –1,3%, ενώ η Κεντρική Αμερική 4,1% και η Καραϊβική 1,6%.

Οι στόχοι για το 2016 διαφέρουν πολύ από αυτούς του τρέχοντος έτους. Η οικονομική κατάσταση στις χώρες της περιοχής είναι διαφορετική  και σε αυτή βαραίνουν τα χρόνια της  συνεχιζόμενης εκμετάλλευσης και οι σχέσεις εξάρτησης  που δεν έχουν εξαφανιστεί.

Η αύξηση του ΑΕΠ, στις χώρες που το κατόρθωσαν, κατέληξε ανεπαρκές και δεν έφτασε σε πολλές οικογενειακές οικονομίες, ούτε επιτρέπει σε όλες τις περιπτώσεις την ανάπτυξη των υπαρχόντων κοινωνικών προγραμμάτων. Γι' αυτό η φτώχεια επιμένει στην περιοχή της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, και δεν αρκεί το  καθιερωμένο όριο  της Παγκόσμιας Τράπεζας (1,90 δολάρια την ημέρα), καθώς κατά κανόνα, υπάρχει έλλειψη προγραμμάτων που θα καταπολεμούν τη φτώχεια με  συστηματικό τρόπο.

Η περιοχή έχει βιώσει αναλαμπές εκβιομηχάνισης με πολλές επενδύσεις, όμως χαρακτηρισμένες πάντα από μία οικονομία του διεθνοποιημένου κεφαλαίου,  και με πλήρη κυριαρχία των πολυεθνικών.

Επίσης, είναι φτωχή η εκμετάλλευση  και στη χρήση των τοπικών πόρων, όχι σε λίγες χώρες. Παράδειγμα γι' αυτό είναι το ανεπαρκές επίπεδο της αγροτικής βιομηχανίας στην περιοχή, εξ αιτίας  ακριβώς του οποίου εισάγονται πολλά προϊόντα διατροφής σε τιμές  υπέρογκες και μεταβαλλόμενες (κατά κανόνα αυξανόμενες)  από τη διεθνή αγορά.

Η ενσωμάτωση, προωθούμενη όσο ποτέ από αρκετούς αναδυόμενους μηχανισμούς, δεν έχει μόνο πολιτικό σκοπό, αλλά επίσης  οικονομικό, αλλά ακόμη δεν φτάνει  η σταθεροποίηση και η ισχυροποίηση που  χρειάζεται για να μειώσει τον βαθμό ακραίας εξάρτησης και να επωφεληθεί με καλύτερο τρόπο από τις υπάρχουσες  προοπτικές.

Τον προσεχή Νοέμβρη θα πραγματοποιηθεί στον Παναμά  η “8η Διεθνής Συνάντηση Οικονομολόγων για την Παγκοσμιοποίηση και τα Προβλήματα της Ανάπτυξης. Αυτό το σκηνικό  θεωρείται  ιδανικό για να εμβαθύνουμε σε τόσο πολύπλοκα θέματα και να δούμε με άπλετο φως και ανοικτά μάτια, το μελλοντικό οικονομικό πανόραμα της περιοχής. 

(Σημ: Το άρθρο γράφηκε τον Οκτώβριο του 2015)