Πηγή: Cubahora
«Το διπλό νόμισμα είναι ένα από τα πιο σημαντικά εμπόδια, για την πρόοδο του έθνους»
Raúl Castro
Ένα
από τα πιο πολύπλοκα οικονομικά προβλήματα της Κούβας, η κυκλοφορία του
διπλού νομίσματος, αρχίζει τώρα να ξεκαθαρίζεται, με βάση την πρόσφατη
απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, που καθόρισε το πρώτο στάδιο
εφαρμογής για τον επιχειρηματικό τομέα.
Εδώ και μερικούς μήνες, τον περασμένο Ιούλιο, ο ίδιος ο Πρόεδρος Raúl Castro, παραδέχτηκε ότι η παράλληλη κυκλοφορία του εθνικού πέσο (CUP) και του ανταλλάξιμου πέσο (CUC), είναι «ένα από τα πιο σημαντικά εμπόδια για την πρόοδο της χώρας», αν και πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι, η απάλειψη του διπλού νομίσματος, από μόνη της, δεν θα επιλύσει τα σημερινά προβλήματα της εθνικής οικονομίας.
Όλα ξεκίνησαν το 1993, όταν βρισκόμασταν στην πιο βαθιά και σκοτεινή φάση της Ειδικής Περιόδου και η χώρα, έχοντας ανάγκη από «ζεστό» χρήμα, με το Διάταγμα 140, ενέκρινε την κυκλοφορία του δολαρίου, του οποίου η κατοχή μέχρι τότε ήταν απαγορευμένη, αν και πολλαπλασιαζόταν και άνθιζε στη μαύρη αγορά.
Εκείνες τις επίπονες, από την σκληρότητα της κρίσης μέρες, και ταυτόχρονα φωτεινές από την ασυνθηκολόγητη θέληση αντίστασης, το δολάριο έφτασε ν’ ανταλλάσσεται για 150 εθνικά πέσο, μια ισοτιμία που, με το πέρασμα του χρόνου, μειωνόταν λόγω της σταδιακής ελαφριάς ανάκαμψης.
Με άλλη κυβερνητική απόφαση, τον Δεκέμβριο του 2004, το δολάριο έμεινε έξω από το παιχνίδι, βγαίνοντας από την εμπορευματική κυκλοφορία, αν και δεν ήταν απαγορευμένη η κατοχή του και τον ρόλο του ανέλαβε το CUC, το ονομαζόμενο «chavito», το οποίο από τότε αγοράζεται για 25 εθνικά πέσο.
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι το διπλό νόμισμα, την στιγμή που εφαρμόστηκε, έλυσε μερικά μακροοικονομικά προβλήματα μιας χώρας σε κρίση, όμως σε βάθος χρόνου δημιούργησε άλλες δυσκολίες, όπως η προφανής κοινωνική ανισότητα.
Επίσης, ανέπτυξε ένα ιδιαίτερο κομμάτι της αγοράς, που, από τη μια, δουλεύει με CUC, με τιμές καθορισμένες πολλές φορές με βάση μια διοικητική απόφαση, και που, από την άλλη, λειτουργεί με το εθνικό πέσο, με προϊόντα στην πλειοψηφία τους επιδοτούμενα.
Όλη αυτή η πολυπλοκότητα, επιπροσθέτως, υποχρέωσε σε μια διπλή συναλλαγματική ισοτιμία αφού οι επιχειρήσεις, τα περίφημα νομικά πρόσωπα, έχουν πρόσβαση στο σκληρό νόμισμα, στο συνάλλαγμα, μέσω του τύπου εθνικό πέσο = 1 CUC = 1 δολάριο. Όμως αυτό δεν γίνεται με διοικητικές αποφάσεις, δηλαδή δεν αντανακλά την χρηματοοικονομική ικανότητα μιας επιχείρησης, αλλά μια διάθεση διοικητικής καθοδήγησης της οικονομίας.
Υπενθυμίζουμε ότι για τον πληθυσμό, που προστρέχει στα σημεία αλλαγής συναλλάγματος (στις CADECA, όπως ονομάζονται), η αλλαγή είναι 1 CUC προς 25 εθνικά πέσο για την αγορά και 24 για την πώληση.
Όπως εκτιμάται, η χειρότερη αντανάκλαση της κυκλοφορίας του διπλού νομίσματος είναι στην οικονομία, όπου δημιουργούνται παραμορφώσεις στην λογιστική. Επίσης, παραμορφώνει τα κόστη, πράγμα που εμποδίζει να γνωρίζουμε με βεβαιότητα την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων. Μειώνει το μέγεθος της εσωτερικής αγοράς και των οικονομικών αλυσίδων και κρύβει επιδοτήσεις και φόρους που τοποθετούνται λανθασμένα.
Η ισοτιμία συναλλάγματος του 1 προς 1 στον κρατικό επιχειρησιακό τομέα αυξάνει το κόστος των εξαγωγών, σε συνδυασμό με την μείωση του κόστους των εισαγωγών, πράγμα που έχει απευθείας επίπτωση στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας.
Ακόμα πιο επίπονη είναι η επίπτωση του διπλού νομίσματος στον κοινωνικό κοσμό της χώρας, αφού η πλειοψηφία των μισθών, ήδη από μόνοι τους ανεπαρκείς, πληρώνονται σε εθνικά πέσο, όμως είναι αναγκαίο να καταφύγει ο κόσμος στην αγορά για ανταλλάξιμα πέσος, για να καλύψει κάποιες από τις βασικές ανάγκες.
Εδώ και πολύ καιρό, δημόσιοι λειτουργοί και οικονομολόγοι συμφωνούν στην ανάγκη να απαλειφθεί αυτή η διπλή νομισματική κυκλοφορία, που δεν ήταν βέβαια φαινόμενο αποκλειστικό της Κούβας, αλλά συνέβη επίσης και στην Κίνα και στο Βιετνάμ, για να δώσουμε δύο περιπτώσεις.
Τεχνικά, οι κουβανοί οικονομολόγοι γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν για να τελειώσει αυτή η κατάσταση, όμως μια λύση καθαρά τεχνική, θα μπορούσε να έχει επίπτωση πάνω στις τιμές και να βαθύνει το κοινωνική χάσμα, κάτι ασυμβίβαστο με την ανθρωπιστική ουσία της Κουβανικής Επανάστασης.
Εδώ δεν θα εφαρμοστούν θεραπείες σοκ και, όπως εξέφρασε μήνες πριν ο Raúl, επίσης αποκλείεται «η εγκατάλειψη εκατομμυρίων ανθρώπων που χαρακτηρίζει τις πολιτικές που εφαρμόζονται άδικα, τα τελευταία χρόνια, σε πολλά κράτη της πλούσιας Ευρώπης».
Αν και υπάρχουν διαφορετικοί δρόμοι, όλοι συμφωνούν στο ότι πρέπει να μεταβούμε μέσω της οδού εκείνης, που θ’ ανεβάσει την παραγωγή και την παραγωγικότητα, για να έχουμε επιτυχία στην αλλαγή που πλησιάζει και που, όπως λέγεται πια σε επίσημη ενημέρωση, θα είναι σταδιακή και μετρήσιμη, ώστε να περάσει από τον επιχειρηματικό τομέα, στις τσέπες του κόσμου. Αυτός είναι ο μακρύς και βασανιστικός δρόμος της νομισματικής ενοποίησης.
Εδώ και μερικούς μήνες, τον περασμένο Ιούλιο, ο ίδιος ο Πρόεδρος Raúl Castro, παραδέχτηκε ότι η παράλληλη κυκλοφορία του εθνικού πέσο (CUP) και του ανταλλάξιμου πέσο (CUC), είναι «ένα από τα πιο σημαντικά εμπόδια για την πρόοδο της χώρας», αν και πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι, η απάλειψη του διπλού νομίσματος, από μόνη της, δεν θα επιλύσει τα σημερινά προβλήματα της εθνικής οικονομίας.
Όλα ξεκίνησαν το 1993, όταν βρισκόμασταν στην πιο βαθιά και σκοτεινή φάση της Ειδικής Περιόδου και η χώρα, έχοντας ανάγκη από «ζεστό» χρήμα, με το Διάταγμα 140, ενέκρινε την κυκλοφορία του δολαρίου, του οποίου η κατοχή μέχρι τότε ήταν απαγορευμένη, αν και πολλαπλασιαζόταν και άνθιζε στη μαύρη αγορά.
Εκείνες τις επίπονες, από την σκληρότητα της κρίσης μέρες, και ταυτόχρονα φωτεινές από την ασυνθηκολόγητη θέληση αντίστασης, το δολάριο έφτασε ν’ ανταλλάσσεται για 150 εθνικά πέσο, μια ισοτιμία που, με το πέρασμα του χρόνου, μειωνόταν λόγω της σταδιακής ελαφριάς ανάκαμψης.
Με άλλη κυβερνητική απόφαση, τον Δεκέμβριο του 2004, το δολάριο έμεινε έξω από το παιχνίδι, βγαίνοντας από την εμπορευματική κυκλοφορία, αν και δεν ήταν απαγορευμένη η κατοχή του και τον ρόλο του ανέλαβε το CUC, το ονομαζόμενο «chavito», το οποίο από τότε αγοράζεται για 25 εθνικά πέσο.
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι το διπλό νόμισμα, την στιγμή που εφαρμόστηκε, έλυσε μερικά μακροοικονομικά προβλήματα μιας χώρας σε κρίση, όμως σε βάθος χρόνου δημιούργησε άλλες δυσκολίες, όπως η προφανής κοινωνική ανισότητα.
Επίσης, ανέπτυξε ένα ιδιαίτερο κομμάτι της αγοράς, που, από τη μια, δουλεύει με CUC, με τιμές καθορισμένες πολλές φορές με βάση μια διοικητική απόφαση, και που, από την άλλη, λειτουργεί με το εθνικό πέσο, με προϊόντα στην πλειοψηφία τους επιδοτούμενα.
Όλη αυτή η πολυπλοκότητα, επιπροσθέτως, υποχρέωσε σε μια διπλή συναλλαγματική ισοτιμία αφού οι επιχειρήσεις, τα περίφημα νομικά πρόσωπα, έχουν πρόσβαση στο σκληρό νόμισμα, στο συνάλλαγμα, μέσω του τύπου εθνικό πέσο = 1 CUC = 1 δολάριο. Όμως αυτό δεν γίνεται με διοικητικές αποφάσεις, δηλαδή δεν αντανακλά την χρηματοοικονομική ικανότητα μιας επιχείρησης, αλλά μια διάθεση διοικητικής καθοδήγησης της οικονομίας.
Υπενθυμίζουμε ότι για τον πληθυσμό, που προστρέχει στα σημεία αλλαγής συναλλάγματος (στις CADECA, όπως ονομάζονται), η αλλαγή είναι 1 CUC προς 25 εθνικά πέσο για την αγορά και 24 για την πώληση.
Όπως εκτιμάται, η χειρότερη αντανάκλαση της κυκλοφορίας του διπλού νομίσματος είναι στην οικονομία, όπου δημιουργούνται παραμορφώσεις στην λογιστική. Επίσης, παραμορφώνει τα κόστη, πράγμα που εμποδίζει να γνωρίζουμε με βεβαιότητα την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων. Μειώνει το μέγεθος της εσωτερικής αγοράς και των οικονομικών αλυσίδων και κρύβει επιδοτήσεις και φόρους που τοποθετούνται λανθασμένα.
Η ισοτιμία συναλλάγματος του 1 προς 1 στον κρατικό επιχειρησιακό τομέα αυξάνει το κόστος των εξαγωγών, σε συνδυασμό με την μείωση του κόστους των εισαγωγών, πράγμα που έχει απευθείας επίπτωση στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας.
Ακόμα πιο επίπονη είναι η επίπτωση του διπλού νομίσματος στον κοινωνικό κοσμό της χώρας, αφού η πλειοψηφία των μισθών, ήδη από μόνοι τους ανεπαρκείς, πληρώνονται σε εθνικά πέσο, όμως είναι αναγκαίο να καταφύγει ο κόσμος στην αγορά για ανταλλάξιμα πέσος, για να καλύψει κάποιες από τις βασικές ανάγκες.
Εδώ και πολύ καιρό, δημόσιοι λειτουργοί και οικονομολόγοι συμφωνούν στην ανάγκη να απαλειφθεί αυτή η διπλή νομισματική κυκλοφορία, που δεν ήταν βέβαια φαινόμενο αποκλειστικό της Κούβας, αλλά συνέβη επίσης και στην Κίνα και στο Βιετνάμ, για να δώσουμε δύο περιπτώσεις.
Τεχνικά, οι κουβανοί οικονομολόγοι γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν για να τελειώσει αυτή η κατάσταση, όμως μια λύση καθαρά τεχνική, θα μπορούσε να έχει επίπτωση πάνω στις τιμές και να βαθύνει το κοινωνική χάσμα, κάτι ασυμβίβαστο με την ανθρωπιστική ουσία της Κουβανικής Επανάστασης.
Εδώ δεν θα εφαρμοστούν θεραπείες σοκ και, όπως εξέφρασε μήνες πριν ο Raúl, επίσης αποκλείεται «η εγκατάλειψη εκατομμυρίων ανθρώπων που χαρακτηρίζει τις πολιτικές που εφαρμόζονται άδικα, τα τελευταία χρόνια, σε πολλά κράτη της πλούσιας Ευρώπης».
Αν και υπάρχουν διαφορετικοί δρόμοι, όλοι συμφωνούν στο ότι πρέπει να μεταβούμε μέσω της οδού εκείνης, που θ’ ανεβάσει την παραγωγή και την παραγωγικότητα, για να έχουμε επιτυχία στην αλλαγή που πλησιάζει και που, όπως λέγεται πια σε επίσημη ενημέρωση, θα είναι σταδιακή και μετρήσιμη, ώστε να περάσει από τον επιχειρηματικό τομέα, στις τσέπες του κόσμου. Αυτός είναι ο μακρύς και βασανιστικός δρόμος της νομισματικής ενοποίησης.
Μετάφραση: Λουκία Κωνσταντίνου