Πηγή: Cubadebate
Ενώ το Υπουργείο Εξωτερικών της Κούβας, με επίσημη ανακοίνωση του καταδικάζει την επιθετικότητα του ΝΑΤΟ απέναντι στη Συρία και τη διάδοση ψευδών ειδήσεων από τα πολυεθνικά δίκτυα ενημέρωσης, σχετικά με το οπλοστάσιο της αραβικής χώρας και τη χρήση χημικών όπλων κατά του πληθυσμού, ο Φιντέλ Κάστρο απαντάει σε αυτή την επικοινωνιακή εκστρατεία υπέρ του πολέμου, με το τελευταίο του άρθρο La mentira tarifada [το πληρωμένο ψέμα].
Ο Φιντέλ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου λέγοντας ότι η ανθρωπότητα κάθε 10 με 15 χρόνια αντιμετωπίζει τον κίνδυνο εξαφάνισης -αναφερόμενος προφανώς στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους σε Ιράκ και Αφγανιστάν-, ενώ ούτε ο πρόεδρος Ομπαμα ούτε κανείς άλλος μπορεί να εγγυήθει για το αντίθετο.
Σχολιάζει επίσης δημοσίευμα της ρωσικής εφημερίδας Kommersant, που υποστηρίζει ότι ο Έντουαρντ Σνόουντεν αναγκάστηκε να ζητήσει πολιτικό άσυλο από τη Ρωσία επειδή η Κούβα είχε -δήθεν- υποκύψει στις πιέσεις των ΗΠΑ. Ο Φιντέλ μιλάει εγκωμιαστικά για τον Σνόουντεν, χαρακτηρίζοντάς τον θαρραλέο και λέγοντας ακόμα ότι πρόσφερε υπηρεσία στον κόσμο αποκαλύπτοντας την άνεντιμη πολιτική εξαπάτησης και ψεύδους της Αυτοκρατορίας. Παρόλα αυτά, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μιλάει εξ ονόματος της Κούβας.
Οπως εξηγεί ο κουβανός ηγέτης, το ρωσικό έντυπο επικαλείται πηγές "κοντά στο State Department", σύμφωνα με τις οποίες η Κούβα την τελευταία στιγμή ενημέρωσε τις ρωσικές αρχές να εμποδίσουν το Σνόουντεν να επιβιβαστεί στο αεροσκάφος της Αεροφλότ. Ο Σνόουντεν, σύμφωνα πάντα με την Kommersant, πέρασε δύο μέρες στο ρωσικό προξενείο στο Χονγκ Κονγκ και εκδήλωσε την πρόθεσή του να ταξιδέψει στη Λατινική Αμερική μέσω Μόσχας. Όλη αυτή τη φημολογία ο Φιντέλ χαρακτηρίζει πληρωμένο ψέμα.
Αφού κάνει ένα σύντομο ιστορικό στην Kommersant [1], την οποία χαρακτηρίζει μισθοφορικό έντυπο επιπλέον, σε άλλες εποχές, ένα από το πιο διεστραμμένα μέσα στην υπηρεσία της αντεπαναστατικής ακροδεξιάς, καταγγέλει ότι η ρωσική εφημερίδα -η οποία εκδίδεται και στην Βρετανία- έχει υποστηρίξει την αποστολή βομβαρδιστικών από τη συντηρητική βρετανική κυβέρνηση στην Κύπρο με σκοπό να πλήξει τις δυνάμεις που υπερασπίζονται τη Συρία, ενώ ταυτόχρονα στην Αίγυπτο χιλιάδες άτομα δολοφονούνται από τους αυτουργούς ενός βάναυσου πραξικοπήματος.
Ο Φιντέλ καταλήγει λέγοντας ότι πάντα οι ΗΠΑ θα προσπαθούν να πιέζουν την Κούβα όπως κάνουν και στον ΟΗΕ και σε οποιονδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό του κόσμου, μια πολιτική που δεν αναμένεται να αλλάξει εκ μέρους των αμερικανικών κυβερνήσεων, αλλά οι κουβανοί δεν αντιστέκονται μάταια και χωρίς ανάπαυλα επί 54 χρόνια, και περισσότερο αν χρειαστεί, απέναντι στον εγκληματικό οικονομικό αποκλεισμό της πανίσχυρης αυτοκρατορίας.
"Το μεγαλύτερο λάθος μας ήταν που δεν καταφέραμε να μάθουμε περισσότερα σε πολύ λιγότερο χρόνο", καταλήγει ο Φιντέλ αποφθεγματικά.
Σχετική Ανάρτηση:
Ανησυχία στη Λατινική Αμερική για επικείμενη ιμπεριαλιστική επίθεση στην Συρία
[1] Η ρωσική εφημερίδα Kommersant ("επιχειρηματίας") ιδρύθηκε το 1909. Το 1917 έκλεισε μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ξανάνοιξε το 1990, μετά την αλλαγή καθεστώτος και με εκδότη τον Βλαδιμίρ Γιάκοβλεφ, ακολουθώντας σαφή γραμμή υπέρ του Γέλτσιν. Το 1997 την εξαγόρασε ο γνωστός ολιγάρχης Μπόρις Μπερεζόφσκι. Το 2006 πέρασε στα χέρια του μεγάλου αφεντικού του ομίλου Γκαζπρόμ και πλουσιότερου ανθρώπου της Ρωσίας, Άλισερ Ουσμάνοφ.
Ο Φιντέλ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου λέγοντας ότι η ανθρωπότητα κάθε 10 με 15 χρόνια αντιμετωπίζει τον κίνδυνο εξαφάνισης -αναφερόμενος προφανώς στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους σε Ιράκ και Αφγανιστάν-, ενώ ούτε ο πρόεδρος Ομπαμα ούτε κανείς άλλος μπορεί να εγγυήθει για το αντίθετο.
Σχολιάζει επίσης δημοσίευμα της ρωσικής εφημερίδας Kommersant, που υποστηρίζει ότι ο Έντουαρντ Σνόουντεν αναγκάστηκε να ζητήσει πολιτικό άσυλο από τη Ρωσία επειδή η Κούβα είχε -δήθεν- υποκύψει στις πιέσεις των ΗΠΑ. Ο Φιντέλ μιλάει εγκωμιαστικά για τον Σνόουντεν, χαρακτηρίζοντάς τον θαρραλέο και λέγοντας ακόμα ότι πρόσφερε υπηρεσία στον κόσμο αποκαλύπτοντας την άνεντιμη πολιτική εξαπάτησης και ψεύδους της Αυτοκρατορίας. Παρόλα αυτά, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μιλάει εξ ονόματος της Κούβας.
Οπως εξηγεί ο κουβανός ηγέτης, το ρωσικό έντυπο επικαλείται πηγές "κοντά στο State Department", σύμφωνα με τις οποίες η Κούβα την τελευταία στιγμή ενημέρωσε τις ρωσικές αρχές να εμποδίσουν το Σνόουντεν να επιβιβαστεί στο αεροσκάφος της Αεροφλότ. Ο Σνόουντεν, σύμφωνα πάντα με την Kommersant, πέρασε δύο μέρες στο ρωσικό προξενείο στο Χονγκ Κονγκ και εκδήλωσε την πρόθεσή του να ταξιδέψει στη Λατινική Αμερική μέσω Μόσχας. Όλη αυτή τη φημολογία ο Φιντέλ χαρακτηρίζει πληρωμένο ψέμα.
Αφού κάνει ένα σύντομο ιστορικό στην Kommersant [1], την οποία χαρακτηρίζει μισθοφορικό έντυπο επιπλέον, σε άλλες εποχές, ένα από το πιο διεστραμμένα μέσα στην υπηρεσία της αντεπαναστατικής ακροδεξιάς, καταγγέλει ότι η ρωσική εφημερίδα -η οποία εκδίδεται και στην Βρετανία- έχει υποστηρίξει την αποστολή βομβαρδιστικών από τη συντηρητική βρετανική κυβέρνηση στην Κύπρο με σκοπό να πλήξει τις δυνάμεις που υπερασπίζονται τη Συρία, ενώ ταυτόχρονα στην Αίγυπτο χιλιάδες άτομα δολοφονούνται από τους αυτουργούς ενός βάναυσου πραξικοπήματος.
Ο Φιντέλ καταλήγει λέγοντας ότι πάντα οι ΗΠΑ θα προσπαθούν να πιέζουν την Κούβα όπως κάνουν και στον ΟΗΕ και σε οποιονδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό του κόσμου, μια πολιτική που δεν αναμένεται να αλλάξει εκ μέρους των αμερικανικών κυβερνήσεων, αλλά οι κουβανοί δεν αντιστέκονται μάταια και χωρίς ανάπαυλα επί 54 χρόνια, και περισσότερο αν χρειαστεί, απέναντι στον εγκληματικό οικονομικό αποκλεισμό της πανίσχυρης αυτοκρατορίας.
"Το μεγαλύτερο λάθος μας ήταν που δεν καταφέραμε να μάθουμε περισσότερα σε πολύ λιγότερο χρόνο", καταλήγει ο Φιντέλ αποφθεγματικά.
Σχετική Ανάρτηση:
Ανησυχία στη Λατινική Αμερική για επικείμενη ιμπεριαλιστική επίθεση στην Συρία
[1] Η ρωσική εφημερίδα Kommersant ("επιχειρηματίας") ιδρύθηκε το 1909. Το 1917 έκλεισε μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ξανάνοιξε το 1990, μετά την αλλαγή καθεστώτος και με εκδότη τον Βλαδιμίρ Γιάκοβλεφ, ακολουθώντας σαφή γραμμή υπέρ του Γέλτσιν. Το 1997 την εξαγόρασε ο γνωστός ολιγάρχης Μπόρις Μπερεζόφσκι. Το 2006 πέρασε στα χέρια του μεγάλου αφεντικού του ομίλου Γκαζπρόμ και πλουσιότερου ανθρώπου της Ρωσίας, Άλισερ Ουσμάνοφ.