Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Philip Agee, μετανοημένος πρώην πράκτορας της CIA και φίλος της Κούβας

Philip B. Agee (1935-2008)
Πηγή: Cubadebate
Του Jean-Guy Allard [1]

Είχε τη γενναιότητα, το 1967, να εγκαταλείψει μια υπηρεσία που χαρακτηριζόταν από εγκληματική στήριξη σε αιμοσταγείς δικτατορίες. Διηγήθηκε ότι πήρε αυτή την απόφαση οριστικά όταν, βρισκόμενος σε ένα εστατόριο στο Μεξικό, είδε μια φίλη να ξεσπά σε δάκρια μαθαίνοντας την είδηση του θανάτου του Τσε.

Εκεί αντιπροσωπεύεται, σε μια μόνο εικόνα, όλη η ευγένεια της προσωπικότητας που πέθανε στα 73 χρόνια του, στις 7 Ιανουαρίου 2008, στην Αβάνα, σ’ αυτή τη γη της Κούβας όπου συνέχισε να καταγγέλλει τις τρομοκρατικές και ανατρεπτικές δραστηριότητες που ανέπτυσσαν οι υπηρεσίες πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών εναντίον προοδευτικών κυβερνήσεων και ηγετών της ηπείρου.
 
Ο Φίλιπ Μπ. Έιτζι, αμερικανός πολίτης, ήταν αξιωματούχος της CIA στη Λατινική Αμερική για 12 χρόνια μέχρι να εγκαταλείψει τις γραμμές της το 1969 για συνειδησιακούς λόγους. Κατείχε τότε για κάλυψη μια θέση στην πρεσβεία των ΗΠΑ στο Μεξικό, ως σύμβουλος –δήθεν– για την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του 1968. Προηγουμένως είχε τοποθετηθεί στο Εκουαδόρ και την Ουρουγουάη.

«Εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον κόσμο έχουν σκοτωθεί, ή τουλάχιστον, έχουν δει τις ζωές τους να καταστρέφονται από τη CIA και τις οργανώσεις που αυτή υποστηρίζει», δήλωσε ο Έιτζι σε μια συνέντευξη που παραχώρησε το 1975. «Δεν μπορούσα να κάθομαι με σταυρωμένα χέρια, μην κάνοντας τίποτα», πρόσθεσε.

Φεύγοντας από την «Εταιρία» [2], ενώ δεχόταν απειλές και συνεχή καταδίωξη που έβαλε τη ζωή του σε κίνδυνο σε περισσότερες από μια περιπτώσεις, αφιερώθηκε για να γράψει το βιβλίο “Inside the Company: CIA Diary” («Μέσα στην Εταιρία: Ημερολόγιο της CIA»).

Το έργο, μια αληθινή σύνθεση των εγκληματικών δραστηριοτήτων της CIA στην αμερικανική ήπειρο, εκδόθηκε το 1974, συνοδευόμένο από ένα παράρτημα 22 σελίδων με ονόματα πρακτόρων που είχαν εισδύσει σε όλη την ήπειρο. Κατασκεύασε μια πραγματική βόμβα που συγκλόνισε όλους τους τομείς των βορειοαμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών.

Αποφασισμένη να τον εξοντώσει, η CIA ανέθεσε στον πρώην σταθμάρχη της στο Μαϊάμι, Τεντ Σάκλεϋ, γνωστό ως «Κόκκινο Φάντασμα», την αποστολή να τον συλλάβει. Ο Έιτζι αναγκάστηκε να φύγει από τη Γαλλία όπου βρισκόταν για να καταφύγει στο Κέμπριτζ της Μ. Βρετανίας. Απελάθηκε όμως και από τους βρετανούς μετά από αίτημα της Ουασινγκτον.

Αφού εμποδίστηκε να εγκατασταθεί διαδοχικά στην Ιταλία και στις Κάτω Χώρες, όπου οι αρχές δέχονταν συνεχή πίεση για να αρνηθούν να του χορηγήσουν κάποια μεταναστευτική ιδιότητα, και ενώ του είχε αφαιρεθεί το διαβατήριο των ΗΠΑ θεωρούμενος «απειλή για την εθνική ασφάλεια», εξορίστηκε το 1980 στη Γρανάδα της Καραϊβικής, τότε υπό την επαναστατική κυβέρνηση του Μόρις Μπίσοπ.

Μετά την εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών στη μικρή χώρα, το 1983, κατέφυγε στη Νικαράγουα, μέχρι την έλευση στην εξουσία της αντεπανάστασης που υποστηρίχτηκε από την Ουάσινγκτον [3], οπότε και εγκαταστάθηκε στην Κούβα η οποία του πρόσφερε τη φιλοξενία της.

Παρόλους τους κινδύνους και τις δυσκολίες, ο Έιτζι δημοσίευσε το «Βρώμικη δουλειά: η CIA στη Δυτική Ευρώπη», μαζί με τον Λούις Γουλφ, και διάφορα δημοσιογραφικά άρθρα, ενώ παραχώρησε ακόμα συνεντεύξεις και βοήθησε ρεπόρτερ στην αναζήτηση πληροφοριών.
 
Σε πέντε περιπτώσεις, η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπάθησε να τον σύρει σε δίκη για αποκάλυψη μυστικών πληροφοριών, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, καθότι οι πρώην προϊστάμενοί του φοβούνταν, την τελευταία στιγμή, τη χρήση που θα μπορούσε να κάνει στην τεράστια ποσότητα πληροφοριών που είχε συγκεντρώσει.

Έξαλλος, ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος, πρώην αρχηγός της CIA που «ανακυκλώθηκε» σε πρόεδρο και ήταν πνευματικός πατέρας της τρομοκρατικής αντικουβανικής οργάνωσης CORU και της επιχείρησης «Κόνδωρ», τον χαρακτήρισε προδότη και τον συκοφάντησε σε πολυάριθμες ευκαιρίες. Η σύζυγός του, Μπάρμπαρα, καταδικάστηκε να ανακαλέσει όταν εκτόξευσε την ίδια προσβολή γραπτά, σε μια αυτοβιογραφία γραμμένη με τέσσερα χέρια.

Πιστός φίλος της Κούβας, ο Έιτζι απέδειξε πώς το Νησί ήταν θύμα ενός νέου παγκόσμιου προγράμματος που ανέπτυσσε η CIA για να χρηματοδοτεί οργανώσεις αυτοαναγορευτόμενες ως «διιστάμενες» κάτω από το προσωπείο της Οργάνωσης για την Διεθνή Ανάπτυξη (AID) και του ταμείου που ιδρύθηκε το 1983 γι’ αυτό το σκοπό, του Εθνικού Κληροδοτήματος για τη Δημοκρατία (NED).
 
Ενώ οι New York Times ανακρίνονταν, μετά την ανακοίνωση του θανάτου του, σχετικά με τη διάσταση της «ζημιάς» που προκάλεσε ο Έιτζι στις υπηρεσίες αντικατασκοπίας των ΗΠΑ, τα προοδευτικά μέσα του κόσμου αναγνώρισαν, αντιθέτως, τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην ανθρωπότητα, ως αληθινός αμερικανός πατριώτης, έχοντας ξεσκεπάσει μια οργάνωση που φτάνει σε ακρότητες χωρίς προηγούμενο στη χρήση της βίας από μια μεγάλη δύναμη της εποχής μας.

Μια δύναμη που προστατεύει έναν τρομοκράτη όπως ο κουβανοαμερικανός Λουίς Ποσάδα Καρίλες ενώ διατηρεί έγκλειστους σε συνθήκες απάνθρωπες τους κουβανούς αντιτρομοκράτες που προσπαθούσαν να αποτρέψουν τα σχέδιά της.

Ενώ ολόκληρος ο κόσμος σκανδαλίζεται με τα βασανιστήρια που γίνονται στο Γκουαντάναμο και σε όλο το δίκτυο ανακριτικών κέντρων που έχει δημιουργήσει η CIA σε ολόκληρο τον κόσμο, όταν το ανακαλύπτει, τι θα σκεφτεί ο πράκτορας της CIA που εντάχθηκε στην οργάνωση με την ψευδαίσθηση ότι υπερασπίζεται τη χώρα του;

Έχοντας προσληφθεί από την CIA ως αναλυτής υποκλεμμένων πληροφοριών σε όλο τον κόσμο με τον διαβολικό μηχανισμό ηλεκτρονικής κατασκοπίας, ο Έντουαρντ Σνόουντεν, θα πρέπει να αντιλήφθηκε, όπως ο Φίλιπ Έιτζι, ότι όφειλε να απαρνηθεί τα προνόμια που συνεπάγεται μια θέση ομοσπονδιακού υπαλλήλου των ΗΠΑ, για να συνταχθεί στον αγώνα δισεκατομμυρίων αννθρώπων που, οπλισμένοι μόνο με τη δύναμη των πεποιθήσεών τους, πιστεύουν ότι ένας καλύτερος κόσμος είναι εφικτός.

 
[1] Ο Ζαν Γκι Αγιάρ είναι Καναδός δημοσιογράφος που ζει μόνιμα και εργάζεται στην Κούβα. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Granma, στο ηλεκτρονικό δίκτυο ενημέρωσης Cubadebate κ.α. Έχει γράψει δύο βιβλία, το ένα από αυτά για τον αρχιτρομοκράτη Λουίς Ποσάδα Καρίλες.
[2] Ευφημιστικός χαρακτηρισμός της CIA στην αργκό των στελεχών της.
[3] Εννοεί την δεξιά κυβέρνηση της Βιολέτα Τσαμόρο που ήρθε στην εξουσία μετά την εκλογική ήττα των Σαντινίστας το 1990.