Την Παρασκευή (28/6) συμπληρώθηκαν τέσσερα χρόνια από το πραξικόπημα στην Ονδούρα, που ανέτρεψε τον εκλεγμένο πρόεδρο Μανουέλ Σελάγια για να τοποθετήσει στην θέση του μια κυβέρνηση μαριονέτα με επικεφαλής τον πρώην πρόεδρο της βουλής Μιτσελέτι. Αν και προερχόμενος από ένα εκ των δύο συστημικών κομμάτων, ο Σελάγια προχώρησε σε προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που έθιξαν τα συμφέροντα της ντόπιας πλουτοκρατίας, ενώ η προσέγγισή του στο μπλοκ της Βενεζουέλας με παράλληλη σταδιακή αποδέσμευση από τις Ηνωμένες Πολιτείες "υποχρέωσαν" την Αυτοκρατορεία να τον ανατρέψει. Οι πρόθυμοι στρατιωτικοί και πολιτικοί για να εκτελέσουν μια τέτοια αποστολή δεν έλειπαν.
Τους επόμενους μήνες ξέσπασε ένα ασύλληπτων διαστάσεων κύμα τρομοκρατίας κατά συνδικαλιστών, δασκάλων και προσωπικοτήτων της αριστεράς που θύμισε την εποχή του Βρώμικου Πολέμου. Η βία δεν σταμάτησε ούτε μετά την αμφισβητούμενη εκλογή του δεξιού Πορφίριο Λόμπο στις 29 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Στα τέσσερα χρόνια που ακολούθησαν η Ονδούρα γύρισε δεκαετίες πίσω, όχι μόνο σε πολιτικές ελευθερίες αλλά και βιοτικό επίπεδο. Το κοινωνικό κράτος εγκαταλήφθηκε ενώ οι πολυεθνικές έκαναν πάρτι.
Στις 24 Νοεμβρίου 2013 θα διεξαχθούν νέες εκλογές με επικρατέστερη
για την προεδρία - αν οι εκλογές είναι τίμιες - τη σύζυγο του
ανατραπέντα προέδρου, Ξιομάρα Κάστρο ντε Σελάγια. Σαν αφιέρωμα στην
επέτειο του πραξικοπήματος, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από παλιά ανάρτηση
στο μπλογκ Κελαηδίσματα.
Η Ονδούρα είναι από τις πιο φτωχές χώρες της Αμερικανικής ηπείρου.
Οι λίγες εύφορες εκτάσεις περιήλθαν μετά την απελευθέρωση στους
τσιφλικάδες και αργότερα στη βορειαοαμερικανική United Fruit Company,
που επέβαλε τη μονοκαλλιέργεια της μπανάνας. Το 1963 στρατιωτικό
πραξικόπημα ανέτρεψε τη φιλελεύθερη κυβέρνηση του προέδρου Ραμόν
Μοράλες. Από τότε οι στρατιωτικοί έλεγχαν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο τη
χώρα. Τη δεκαετία του ’80 η χώρα πλήρωσε το μερίδιό της σε φόρο
αίματος από το βρώμικο πόλεμο που αιματοκύλησε την Κεντρική Αμερική,
οργανωμένο και χρηματοδοτημένο από τις φανερές και μυστικές υπηρεσίες
των ΗΠΑ κόντρα στα σοσιαλιστικό κίνημα των Σαντινίστας στη Νικαράγουα και τα άλλα φιλικά προς αυτό στις γειτονικές χώρες.
Manuel Zelaya |
Το κύμα πολιτικής και οικονομικής
χειραφέτησης και απεξάρτησης που παρέσυρε τη μία μετά την άλλη τις χώρες
της Λατινικής Αμερικής με το γύρισμα της χιλιετίας, με απαρχή τη
Βενεζουέλα και έμπνευση από την Κουβανική Επανάσταση, έφτασε και στην
Ονδούρα. Από το 2005 ο φιλελεύθερος πρόεδρος Μανουέλ Σελάγια έχει ξεκινήσει μεταρρυθμίσεις
ακολουθώντας το πρότυπο της Βενεζουέλας, της Βολιβίας, του Ισημερινού
και των άλλων χωρών. Καθώς το – συντηρητικό από την εποχή που οι ΗΠΑ
έλεγχαν όλη την Κεντρική Αμερική – Σύνταγμα δεν επιτρέπει δεύτερη
προεδρική θητεία, ο Σελάγια είχε προκηρύξει για την Κυριακή 28 Ιούνη δημοψήφισμα για συνταγματική τροποποίηση.
Το δημοψήφισμα είχε μόνο “γνωμοδοτικό” χαρακτήρα και όχι δεσμευτικό. Σε
περίπτωση που η πλειοψηφία των πολιτών γνωμοδοτούσε υπέρ, θα διεξαγόταν
νέο δημοψήφισμα το Νοέμβρη. Ο πρόεδρος είχε με το μέρος του την
πλειοψηφία των εργατικών συνδικάτων και των κοινωνικών κινημάτων, αλλά
και ισχυρή αντιπολίτευση από την προνομιούχα τάξη, που έλεγχε το
κογκρέσο, το δικαστικό σώμα και το στρατό.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, μετά από αίτημα
του Κογκρέσου έκρινε παράνομο το δημοψήφισμα και ο στρατός με επικεφαλής
το στρατηγό Ρομέο Βάσκες αρνήθηκε να συνεργαστεί. Ο πρόεδρος Σελάγια
καθαίρεσε τον Βάσκες στις 24 Ιούνη, αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο τον
επανατοποθέτησε. Σημειωτέον πως ο στρατηγός Βάσκες είναι
απόφοιτος της στρατιωτικής σχολής School of the Americas, η οποία με
έδρα αρχικά τον Παναμά και αργότερα τη Τζώρτζια των ΗΠΑ εκπαίδευσε πάνω
από 60.000 στρατιωτικούς από χώρες της Λατινικής Αμερικής, ανάμεσά τους
επιφανείς δικτάτορες και βασανιστές (Γκαλτιέρι, Ρίος Μόντ,
Νοριέγκα, και τον τρομοκράτη Λουίς Ποσάδα Καρίγιες που κατέρριψε
κουβανικό πολιτικό αεροσκάφος με 70 θύματα και έκανε πολλές απόπειρες
δολοφονίες κατά του Φιντέλ Κάστρο).
Το δημοψήφισμα αναμενόταν να διεξαχθεί σε τεταμένο κλίμα. Ο
στρατός όμως πρόλαβε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, εισβάλλοντας
τα ξημερώματα της Κυριακής στην προεδρική κατοικία και κηρύσσοντας
στρατιωτικό νόμο. Ο πρόεδρος φέρεται να έχει μεταφερθεί στην
Κόστα Ρίκα, ενώ η κατάσταση στην Ονδούρα είναι έκρυθμη καθώς χιλιάδες
λαού έχουν ξεχυθεί στους δρόμους υπέρ της νόμιμης κυβέρνησης. Στη θέση
του προέδρου τοποθετήθηκε από τους πραξικοπηματίες ο πρόεδρος του
Κογκρέσου, Ρομπέρτο Μιτσελέτι. Οι περισσότεροι ηγέτες χωρών της
Λατινικής Αμερικής καταδίκασαν αμέσως το πραξικόπημα, με πρώτο τον
πρόεδρο Τσάβες που δήλωσε ότι οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας του είναι σε
επιφυλακή για να επέμβουν αν χρειαστεί. Από τους Ευρωπαίους ηγέτες,
πρώτος ο Ισπανός πρωθυπουργός Θαπατέρο καταδίκασε τη στρατιωτική
επέμβαση, ενώ ανάλογη δήλωση έκανε και ο Τσέχος Υπουργός Εξωτερικών
Κόχουτ, εκπροσωπώντας την εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής ένωσης. Ο
πρόεδρος Ομπάμα αρχικά έκανε μια τυπική δήλωση “ίσων αποστάσεων”,
καλώντας τα αντιμαχόμενα μέρη σε ειρήνη και διάλογο. Αργότερα συμπλήρωσε
ότι στηρίζει τη νόμιμη κυβέρνηση.
“Ποτέ δεν θα είμαστε ευτυχισμένοι, ποτέ!”, είχε προφητεύσει
ηττημένος ο Σιμόν Μπολίβαρ. Μετά από 200 δύσκολα χρόνια για τους λαούς
ανάμεσα στο Ρίο Γκράντε και το ακρωτήρι Χορν, η δυσοίωνη προφητεία –
κατάρα είναι καιρός να σπάσει. Να μη σταματήσει το ελπιδοφόρο και όμορφο
ντόμινο προόδου και αλλαγής στο πιο ενδιαφέρον ιστορικά, οικονομικά και
πολιτισμικά κομμάτι του Νέου Κόσμου και να εκπληρωθεί κάποια στιγμή το όραμα του Μπολίβαρ, του Σαν Μαρτίν, του Μορασάν [*] και του Τσε Γκεβάρα για ένα μεγάλο, ενωμένο και ισχυρό λατιναμερικάνικο κράτος.
[*] Λιγότερο γνωστός από τον Μπολίβαρ και το Σαν Μαρτίν στο νότιο τμήμα της ηπείρου, ο Φρανσίσκο Μορασάν ήταν ο απελευθερωτής της Κεντρικής Αμερικής και είχε ένα παρόμοιο όραμα ισχυρής ομοσπονδίας για την περιοχή του. Παρά την αρχική επιτυχία του, κατά τη διάρκεια της οποίας προώθησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, πολεμήθηκε και τελικά νικήθηκε από τη συντηρητική ολιγαρχία και την εκκλησία.
Οι ομοσπονδία του χωρίστηκε σε πέντε κράτη: Γουατεμάλα, Ονδούρα,
Σαλβαδόρ, Νικαράγουα και Κόστα Ρίκα. Το 1903 προστέθηκε το κράτος του
Παναμά, από ένα κομμάτι της Κολομβίας που απέσπασε ετσιθελικά ο Τέντυ
Ρούσβελτ το 1903, έχοντας προφανώς κατά νου τον έλεγχο της υπό κατασκευή
διώρυγας.