Φράνκο Βιέλμα
Χρειάζεται να κατανοήσουμε ότι η αντικατάσταση του εθνικού νομισματικού σημείου με το αμερικάνικο νόμισμα δεν αποτελεί απλά ένα νομισματικό μέσω ή εργαλείο με αποκλειστικά οικονομικούς σκοπούς. Αυτό είναι γεγονός στην περίπτωση οποιασδήποτε χώρας, αλλά αποκτά μεγαλύτερη σημασία στην περίπτωση της Βενεζουέλας για δύο προφανείς ιδιαιτερότητες: η Βενεζουέλα είναι η χώρα με τα πιο σημαντικά πετρελαϊκά αποθέματα στον κόσμο και είναι επιπροσθέτως ένας γεωπολιτικός παράγοντας αντίθετος προς τη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών. Πρέπει λοιπόν να έχουμε υπόψη μας αυτές τις πολιτικές μεταβλητές.
Ένα από τα χαρακτηριστικά που επιβάλλεται στην πολιτική πραγματικότητα της εποχής μας είναι ότι στις εξωτερικές σχέσεις η ανάπτυξη χαρτών αποσταθεροποίησης στον κόσμο και η άνοδος του πολέμου συνοδεύονται επίσης από μία γερή πολιτική υποταγής και διάλυσης από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών που προέρχεται από τα μεγάλα κέντρα της παγκόσμιας εξουσίας και είναι υπέρ αυτών. Σε τι συνίσταται αυτό;
Πρόκειται για την προϋπόθεση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στο πλαίσιο μίας σταθερής εξασθένισης της πολιτικής δράσης των κρατών, της μείωσης και απομόνωσης αυτών μέσα σε ένα σύνολο αδρανειών που επιβλήθηκαν από χώρες που λειτουργούν ως παράγοντες παγκόσμιας εξουσίας. Αυτό που ο Φερνάν Μπρωντέλ όρισε στη θεωρία του για το «σύστημα-κόσμο» ως ένα δίκτυο σχέσεων που ανέπτυξαν επιρροές από τα κέντρα προς τις περιφέρειες, το οποίο στην πραγματικότητα είναι ένας διαμορφωτικός παράγοντας της διεθνούς πολιτικής.
Η επιβολή των αδρανειών των παλιών και νέων αυτοκρατοριών στην πολιτική σφαίρα, η απομόνωση αναπτυσσόμενων περιοχών και χωρών μέσω της λεηλασίας των πόρων τους, η δημιουργία ζωνών διαρκών συγκρούσεων και ο κατακερματισμός των περιφερειακών μπλοκ, είναι φαινόμενα που, παρόλο που δεν είναι εντελώς καινούρια, έχουν στοιχεία πολύ πιο επικίνδυνα σε αυτούς τους καιρούς καμπής ανάμεσα στην ισχύουσα παγκόσμια τάξη και τον πολυπολικό κόσμο που διαμορφώνεται.
Η θέση των ΗΠΑ και της παλιάς δυτικής Ευρώπης επιμένει στην ανάπτυξη μίας συνέργειας η οποία υποστηρίζει όλο και περισσότερο τις πολεμικές συγκρούσεις για να διατηρεί βάσεις επιρροής και πρόσβασης στους φυσικούς πόρους των περιφερειακών χωρών που παλεύουν για να υπερβούν την κατάσταση υποταγής τους. Αυτός είναι ο κόσμος όπου τώρα οι αναδυόμενες δυνάμεις αναλαμβάνουν έναν όλο και πιο βαρύ ρόλο, ρόλο αντίβαρου στην πραγματικότητα, στις μεγάλες παγκόσμιες αποφάσεις.
Επομένως, η υποταγή των Κρατών Εθνών, η οποία δεν αποτελεί καινοτομία, παίρνει μία νέα δυναμική ως μέθοδος, ως φόρμουλα σε αυτούς τους καιρούς συστημικής διένεξης. Συνίσταται λοιπόν στην κατάσχεση μέσω της ειρηνικής (πολιτικής) ή βίαιης (πραξικοπημάτων ή πολέμων) οδού, ολόκληρων εθνών για να τα διαλύσουν, να τα απενεργοποιήσουν και να απαχθεί η βάση των πόρων τους.
Σχετικά με τις εθνικές οικονομίες και τα νομίσματά τους, αυτά ακολουθούν τη δυναμική των παγκόσμιων αγορών για να αντιμετωπίσουν το αμερικανικό νόμισμα σε συνθήκες ανταγωνισμού, σύμφωνα με άνισες δυναμικές και υπό όρους της δικτατορίας του δολαρίου ως σημείο αναφοράς για το εξωτερικό εμπόριο.
Όσον αφορά τη Βενεζουέλα ως χώρα που βρίσκεται σε οικονομικό πόλεμο, υπάρχουν κι άλλες ιδιαιτερότητες. Το νομισματικό σημείο της Βενεζουέλας επηρεάζεται στο πλαίσιο μίας διαδικασίας καταστροφής από τη δημιουργία μίας παράλληλης αγοράς επηρεασμένης από πολιτικές μεταβλητές και χειραγωγημένης από το εξωτερικό.
Η ισοτιμία συναλλάγματος προπληρωμένη από την Κολομβία, η εξαγωγή φυσικού νομίσματος και η ακόλουθη εσωτερική εξαφάνισή του από πλευράς ντόπιων παραγόντων της οικονομίας, αποτελούν στοιχεία που δεν στοχεύουν μόνο στην εξάπλωση της υπερπληθωρικής δίνης, αλλά και στην καταστροφή του μπολίβαρ ως κυρίαρχου εθνικού σημείου αναφοράς.
Κατά συνέπεια χρειάζεται να αναγνωρίζεται ότι, εν μέσω της εκλογικής επίθεσης στη Βενεζουέλα που εξαπολύθηκε με αφορμή των προεδρικών εκλογών της 20ης Μαΐου, αυτό που φαινομενικά αποτελεί μία πρόταση στο πλαίσιο της εκλογικής καμπάνιας, είναι στην πραγματικότητα η εξέλιξη μίας διαδικασίας που αρθρώνεται εδώ και καιρό κατά τα χρόνια των δύσκολων οικονομικών συγκυριών.
Αν αναθεωρήσουμε την πρόταση του Φρανσίσκο Ροδρίγκες, που ενδέχεται να είναι ο υπεύθυνος οικονομικών θεμάτων σε μία υποθετική κυβέρνηση του Χένρι Φαλκόν, η διαδικασία νομισματοποίησης της οικονομίας της Βενεζουέλας γύρω από το δολάριο σε πρώτο στάδιο συνιστά τη διάθεση όλης της οικονομικής ετοιμασίας της Δημοκρατίας της Βενεζουέλας για αυτούς τους σκοπούς.
Υπολογίζεται ότι τα έσοδα από εξαγωγές πετρελαίου για το 2018 θα φτάσουν τα 28 δισεκατομμύρια δολάρια και θα χρησιμοποιηθούν διεθνή αποθέματα αξίας 9 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ανταλλαγή μπολίβαρες με δολάρια βάσει συναλλαγματικής ισοτιμίας 75.000 μπολίβαρες ανά δολάριο. Και όλο αυτό, τονίζουμε, με σκοπό τη νομισματοποίηση της πραγματικής οικονομίας σε δολάρια ώστε να γίνει ο τρόπος πληρωμής μέσω του οποίου θα γίνουν οι καθημερινές οικονομικές συναλλαγές αγαθών και υπηρεσιών. Σε αυτό το σενάριο, αυτό θα αποτελούσε το πρώτο βήμα στην εξάρθρωση της εθνικής οικονομικής βάσης.
Αυτά τα ποσά είναι ακόμα ανεπαρκή για την αρμονική νομισματοποίηση της πραγματικής οικονομίας σε δολάρια. Επιπλέον, δεν υπολογίζονται η καταβολή των δεσμεύσεων του τρέχοντος χρέους -που αντιστοιχεί περίπου σε 8 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως ή περίπου 80 δισεκατομμύρια δολάρια σε 10 χρόνια- οι εισαγωγές της Βενεζουέλας που φτάνουν τα 17 δισεκατομμύρια περίπου, σύμφωνα με στοιχεία της ECLAC του 2017, η χρηματοδότηση κοινωνικών αποστολών, η καταβολή κρατικής μισθοδοσίας σε περίπου 6 εκατομμύρια εργαζομένους και συνταξιούχων και η επένδυση σε έργα και υπηρεσίες.
Απορρίπτεται ακόμα η προεκλογική υπόσχεση του Χένρι Φαλκόν σύμφωνα με την οποία θα δοθεί κάρτα με δολάρια σε 30 εκατομμύρια βενεζουελάνους αξίας 25 δολαρίων μηνιαίως σε ενήλικες και 10 δολαρίων στα παιδιά. Μία υπόσχεση που θα κόστιζε περίπου 7 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως ή 70 δισεκατομμύρια δολαρίων στα δέκα χρόνια. Έχει η Βενεζουέλα την ικανότητα για να αποκτήσει τέτοια βάση πόρων σε δολάρια μέσω της παραγωγής εσωτερικού (φόρων) και εξωτερικού εισοδήματος (εξαγωγών); Σίγουρα όχι.
Το έλλειμα θα εξακολουθεί να είναι μέρος της πραγματικότητας σε μία δολαριοποιημένη Βενεζουέλα. Στην περίπτωση της εξαφάνισης της Κεντρικής Τράπεζας της Βενεζουέλας, η οποία είναι σαφής ύστερα από τη δολαριοποίηση, θα χανόταν η ικανότητα έκδοσης εθνικού νομίσματος. Η κάλυψη του ελλείματος θα ήταν εφικτή μόνο σε ένα πιθανό πλαίσιο απόκτησης μεγάλων χρεών σε δολάρια από πιστωτικά ιδρύματα όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή, αλλιώς, από εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου οι οποίες στις συνθήκες της οικονομίας της Βενεζουέλας θα έπαιζαν το ρόλο εταιρειών επένδυσης κεφαλαίων σε επισφαλές επιχειρηματικό περιβάλλον (vulture funds).
Η πλήρης κατάργηση της οικονομικής βάσης στο πλαίσιο μίας δολαριοποίησης θα συνοδευόταν από ένα μέγα χρέος που θα αποτελούσε «όαση» για τους ομολογιούχους, ακριβώς στη μέση της ερχόμενης κατάρρευσης του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος, καθώς δείχνουν οι αναταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές και ο πολλαπλασιασμός τοξικών εργαλείων όπως εκείνα που γνώρισε ο κόσμος το 2008 και δημιούργησαν τη χρηματοπιστωτική κρίση που εξακολουθεί να κλονίζει τις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Η υπόταξη του έθνους κράτους της Βενεζουέλας και του νομίσματός της συνεπάγεται τον περιορισμό τους στο δανεισμό δολαρίων που στην αρχή θα μπορούσε να φτάσει τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια μέσα σε 10 χρόνια, σύμφωνα με εκτιμήσεις νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων όπως ο Ρικάρντο Χάουσμαν.
Μία οικονομία με τεράστια βάση πετρελαϊκών πόρων που δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη όπως αυτή της Βενεζουέλας, θα ήταν η εστία μίας οικονομίας δομημένης γύρω από το δολάριο και το χρέος, σε μόνιμη βάση για τα επόμενα τουλάχιστον 30 χρόνια. Αν η Βενεζουέλα αποκτά αρχικά ένα χρέος ύψους τουλάχιστον 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων, θα μπορούσε να έχει στις πλάτες της στα επόμενα 20 χρόνια μια βαριά ετήσια εξυπηρέτηση χρέους περίπου 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτό θα αποτελούσε μία συμφωνία με υψηλά κέρδη για τους κατόχους ομολόγων και επιχειρηματικών κεφαλαίων, αλλά όχι απαραίτητα για την μεγάλη πλειοψηφία της Βενεζουέλας που προέρχεται από τη διαδικασία οικονομικής πτώχευσης που προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της καταστροφής του μπολίβαρ. Πρέπει να αντιμετωπίζεται ένα τεράστιο οικονομικό και, κατά συνέπεια, κοινωνικό κόστος.
Μία ακόμη λεπτομέρεια που πρέπει να ζυγιστεί είναι το γεγονός ότι η πρόταση δολαριοποίησης δεν είναι αφελής. Ο Χένρι Φαλκόν και ο επικεφαλής της τράπεζας Τορίνο Καπιτάλ, Φρανσίσκο Ροδρίγκες, με την υποστήριξη του Στιβ Χανκ, οικονομολόγου του Χάρβαρντ που νομιμοποιεί διεθνώς την παράλληλη αγορά και προωθεί τη δολαριοποίηση της Βενεζουέλας, προσφέρουν στις Ηνωμένες Πολιτείες την χρηματοοικονομική διοίκηση της Βενεζουέλας. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες αυτό αποτελεί την κατάσχεση αυτής της οικονομίας ως αγαθό που προσφέρει πετρελαϊκό στήριγμα το δολάριο.
Όπως γνωρίζουμε, η άνοδος των κρυπτονομισμάτων, το εμπόριο στην Ευρασία μέσω εθνικών νομισμάτων και ιδίως η άνοδος του κινέζικου γουάν στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές και ειδικότερα στο πετρελαϊκό εμπόριο (συμφωνίες μελλοντικές εκπλήρωσης με το όνομα πετρογουάν) υπονομεύουν το ρόλο του δολαρίου ως ηγεμονικό νόμισμα.
Η έκδοση συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης πετρελαίου σε γουάν από την Κίνα άνοιξε τώρα μία καινούρια κατεύθυνση στον εκτοπισμό του πετρελαϊκού εμπορίου σε δολάρια, γεγονός που διευκόλυνε την κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών στο εμπόριο ενέργειας και στη βάση της παγκόσμιας χρηματοδότησης. Όλοι οι δρόμοι έδειχναν το πετροδολάριο όταν θέλουμε να εξηγήσουμε την κυριαρχία των ΗΠΑ μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Επομένως το ρόλο που τώρα έχει η Κίνα ως κύριος εισαγωγέας αργού στον κόσμο, σημαίνει συναγερμό στις ΗΠΑ.
Αποτελεί πλέον επείγον ζήτημα για τις ΗΠΑ να υποτάξει πετρελαϊκά έθνη για να επιβάλει το δολάριο και να τα χρησιμοποιεί ως βάση πόρων που θα υποστηρίξει, θα αναζωογονήσει και θα δώσει συνέχεια στο πετροδολάριο ως αρχή και γεωπολιτικό παράγοντα. Αυτή είναι η πραγματική κατεύθυνση μίας ενδεχόμενης δολαριοποίησης της Βενεζουέλας.