Σάββατο 1 Απριλίου 2017

Έκθεση ΟΟΣΑ: Να πληρώνουν περισσότερους φόρους οι πλούσιοι στη Λατινική Αμερική!


Οι πολίτες με μεγαλύτερα εισοδήματα συνήθως πληρώνουν λίγους φόρους σε σχέση με τον πλούτο τους. Αυτή η γενικευμένη πραγματικότητα επιδεινώνεται στη Λατινική Αμερική, μια από τις πιο άνισες περιοχές του πλανήτη και όπου υπάρχουν χαμηλότερα φορολογικά βάρη, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση Φορολογικά Στατιστικά σε Λατινική Αμερική και Καραϊβική (1990-2015), η οποία παρουσιάστηκε την προηγούμενη Τετάρτη στην έδρα της CEPAL στο Σαντιάγο της Χιλής. Η περιοχή εισπράττει από φόρους κατά μέσο όρο 22,8% του ΑΕΠ, έναντι 34,3% του μέσου όρου των χωρών μελών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), αν και η ψαλίδα έχει κλείσει κατά 4,6 ποσοστιαίες μονάδες τα τελευταία 25 χρόνια.


 «Όταν συζητάμε ότι η Λατινική Αμερική θα έπρεπε να ενισχύσει τον φορολογικό βραχίονα δεν σημαίνει να αυξήσουμε τους φόρους στη μέση τάξη, που ήδη πληρώνει ένα σημαντικό μερίδιο, αλλά να αναθεωρήσουμε τις πολυάριθμες φορολογικές απαλλαγές, να αυξήσουμε τους φόρους πάνω στα εισοδήματα των πολιτών με μεγαλύτερα έσοδα και να πολεμήσουμε κατά της φοροδιαφυγής», δηλώνει στην El País ο Άνχελ Μελγκίσο, επικεφαλής της ενότητας Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής του Κέντρου Ανάπτυξης του ΟΟΣΑ. «Αν αυξηθούν περισσότερο οι φόροι στις μεσαίες τάξεις διατρέχουμε τον κίνδυνο να περάσουν την ανεπίσημη (μαύρη) οικονομία και αν αυξηθούν πάνω στις επιχειρήσεις δυσκολεύονται οι επενδύσεις», προσθέτει.

Η εκτενής «μαύρη οικονομία» είναι άλλος ένας από τους παράγοντες που πρέπει να καταπολεμήσουν οι λατινοαμερικάνικες κυβερνήσεις για να ενισχύσουν τα δημόσια ταμεία και να υπολογίζουν σε επαρκείς πόρους για να εφαρμόσουν αναπτυξιακές πολιτικές σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγεία και η υποδομή. Τη σήμερον ημέρα, 55 στους 100 λατινοαμερικάνους εργαζόμενους έχει μια μαύρη εργασία. Η μαύρη οικονομία δεν επηρεάζει μόνο τους πολίτες με λιγότερα εισοδήματα «αλλά επίσης την ανερχόμενη μεσαία τάξη» και «υπονοεί ότι λιγότερες επιχειρήσεις πληρώνουν φόρους για τα οφέλη τους», δηλώνει ο Μελγκίσο. «Γι’ αυτό, ένα απαραίτητο συστατικό για μια καλύτερη δημοσιονομική πολιτική είναι η μείωσή τους, αυξάνοντας τον αριθμό των συνεισφερόντων (εργαζόμενων και επιχειρήσεων), και των βάσεων (δηλωμένα έσοδα)», συνεχίζει.

Μεγάλες ενδοπεριφερειακές διαφορές

Η Κούβα βρίσκεται πάνω από το μέσον του ΟΟΣΑ, με ένα λόγο φορολογικών εσόδων προς ΑΕΠ του 38,6%. Αλλά είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Από τον κατάλογο των 24 χωρών που μελετήθηκαν, αυτές που ακολουθούν το νησί της Καραϊβικής, η Αργεντινή και η Βραζιλία, βρίσκονται ελαφρά κάτω από το μέσο όρο, με 32,1% και 31% αντίστοιχα. Άλλες μεγάλες περιφερειακές οικονομίες βρίσκονται πολύ μακριά, όπως το Μεξικό (17,4%) και η Χιλή (20,6%), και την κατάταξη κλείνουν η Γουατεμάλα, με 12,4%, και η Δομινικανή Δημοκρατία με 13,4%.

Αν και η Λατινική Αμερική έχει να διανύσει ακόμα πολύ δρόμο, η έκθεση σημειώνει ότι μεταξύ 1990 και 2015 καταγράφθηκαν πρόοδοι στην περιοχή χάρη σε «ευνοϊκές μακροοικονομικές συνθήκες, αλλαγές στο σχεδιασμό των φορολογικών συστημάτων και μια ενίσχυση των θεσμών». Μέσα σ’ αυτά τα 25 χρόνια, η ήπειρος αύξησε τα φορολογικά έσοδα κατά περισσότερες από 7 ποσοστιαίες μονάδες, και η διαφορά με το μέσο όρο του ΟΟΣΑ έκλεισε στο ιστορικό χαμηλό για την περίοδο, δηλαδή 11,4%.

Τα δημόσια έσοδα από φόρους στην εξόρυξη υδρογονανθράκων και μετάλλων είχαν μια μεγάλη πτώση στις λατινοαμερικάνιες οικονομίες: από 8,7% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο έφτασαν στο 2,8%. Ωστόσο, «τα φορολογικά συστήματα της περιοχής έχουν δείξει μια αξιοσημείωτη αντοχή, χάρη στην αύξηση των φόρων στην κατανάλωση», εξηγεί ο ειδικός του ΟΟΣΑ.

Οι έμμεσοι φόροι είναι η βασική πηγή φορολογικών εσόδων στις λατινοαμερικάνικες οικονομίες, σε αντίθεση με αυτές του ΟΟΣΑ, όπου το 60% των εσόδων προέρχεται από άμεσους φόρους, ιδιαίτερα ο φόρος στα εισοδήματα και οι εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση. Αυτή η κατανομή ενισχύει την ανισότητα της Λατινικής Αμερικής, γιατί ο φόρος εισοδήματος ακολουθεί την αρχή να πληρώνει περισσότερα αυτός που διαθέτει μεγαλύτερα εισοδήματα, ενώ οι φόροι στην κατανάλωση –όπως ο ΦΠΑ– επιβαρύνουν εξίσου, όποια και αν είναι τα εισοδήματα καθενός.

Αυτά τα στοιχεία είναι περιφερειακοί μέσοι όροι και παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις χώρες. Για παράδειγμα, ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων αντιπροσωπεύει το 0,9% των φορολογικών εσόδων στη Βολιβία, αλλά το 19,7% στο Μεξικό. Αλλά είτε σε μεγαλύτερο είτε σε μικρότερο βαθμό, όλη η περιοχή πλήττεται από ένα χρόνιο δεινό, τις απόπειρες εξαπάτησης της Εφορίας. Η Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (BID) εκτιμά ότι «περισσότερο από το μισό της δυνατότητας απόδοσης φόρου (στα εισοδήματα προσώπων) χάνεται εξαιτίας της φοροδιαφυγής» στη Λατινική Αμερική.

Η έκθεση πραγματοποιήθηκε από κοινού από το Διαμερικανικό Κέντρο Φορολογικών Διοικήσεων (CIAT), την Οικονομική Επιτροπή για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (CEPAL), την Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (BID) και τον ΟΟΣΑ.