Παρά την ενεργητική υποστήριξή τους για μια Ευρώπη στρατιωτικά ανεξάρτητη από την Ουάσινγκτον, κανένας από τους ηγέτες της ΕΕ δεν μπορεί να φανταστεί αυτή τη στιγμή, ότι ένα αποτελεσματικό βήμα για τον πόλεμο στην Ουκρανία μπορεί να γίνει χωρίς τον Λευκό Οίκο και τον Ντόναλντ Τραμπ.
Αυτό αποτυπώθηκε στη συνάντηση στη Μαδρίτη των λεγόμενων G5+ (Γερμανία, Ισπανία. Γαλλία, Ιταλία, Πολωνία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ουκρανία, και Κάχα Κάλας, επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας) για την προώθηση της ασφάλειας και της άμυνας στην περιοχή απέναντι στην υποτιθέμενη απειλή από τη Ρωσία.
Δύο από τους πιο αντιρώσους πολιτικούς της Ευρώπης, η Κάλας και ο Γάλλος καγκελάριος Γιοάν Νοέλ Μπάρο, κάλεσαν τις ΗΠΑ να «σταματήσουν τον πόλεμο» και ήδη πιέζουν τη Ρωσία να τηρήσει την κατάπαυση του πυρός, καθώς η σύνοδος των G5 στη Μαδρίτη προειδοποιεί ότι ο Πούτιν «δεν θέλει να σταματήσει τον πόλεμο». Η ευρωπαϊκή διπλωματία αποδεικνύει την αδυναμία της να σημειώσει πρόοδο σε αυτή την κρίση, πέρα από τη διεξαγωγή συναντήσεων και πομπωδών δηλώσεων, ενώ ο Τραμπ φαίνεται να χάνει την υπομονή του: επιτέθηκε στη Μόσχα και το Κίεβο για την «απροθυμία» τους να προχωρήσουν προς την ειρήνη (τη δική του ειρήνη).
Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν βρήκε καλύτερο τρόπο να ασκήσει πίεση από το να απειλήσει τους Ρώσους με περισσότερους εμπορικούς δασμούς στους υδρογονάνθρακες τους, αν δεν επιταχύνουν την κατάπαυση του πυρός, και επέπληξε την Ουκρανία την Κυριακή στο προεδρικό του αεροπλάνο επειδή προσπάθησε να αλλάξει εν κινήσει την αρχή μιας συμφωνίας για τον διαμοιρασμό των ουκρανικών φυσικών πόρων με τις ΗΠΑ.
«Αν το κάνετε αυτό, θα έχετε σοβαρά προβλήματα, πολύ σοβαρά προβλήματα», απείλησε ευθέως ο Τραμπ τον Ζελένσκι. Σύμφωνα με το σχέδιο συμφωνίας, οι ΗΠΑ θα λάβουν το ήμισυ των κερδών από τους φυσικούς πόρους της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένης της εξόρυξης και εμπορίας, των μεταφορών, των σιδηροδρομικών και λιμενικών συστημάτων. Η συμφωνία υπενθυμίζει ότι η Ουκρανία πρέπει να επιστρέψει στις ΗΠΑ με τόκους τη στρατιωτική βοήθεια κατά τη διάρκεια τριών ετών πολέμου: δεν υπήρχε τίποτα ανιδιοτελές στη «βοήθεια».
Η Ουάσινγκτον θα έχει επίσης τη δυνατότητα να θέτει βέτο στην πρόσβαση στην εκμετάλλευση από εταιρείες άλλων χωρών, γεγονός που αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για τις φιλοδοξίες της Ουκρανίας να γίνει μέλος της ΕΕ. Ήταν ένα τελεσίγραφο προς τον Ζελένσκι να επιλέξει μεταξύ της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Και ο Τραμπ τελείωσε προειδοποιώντας: «Η Ουκρανία θέλει να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά δεν θα γίνει ποτέ μέλος του ΝΑΤΟ».
Αυτή η νέα αποξένωση ευνοεί τη στρατηγική της Ρωσίας για την απαξίωση του Ζελένσκι, σε ένα σενάριο όπου εξακολουθεί να υπάρχει ευρωπαϊκή υποστήριξη στον Ζελένσκι και εχθρότητα της κυβέρνησης της Ουάσινγκτον προς την ΕΕ. Σήμερα, δυστυχώς για τον Ζελένσκι, η εξάρτησή του από τη βούληση των ΗΠΑ είναι μεγαλύτερη από ό,τι στην αρχή του πολέμου. Το διακύβευμα τώρα δεν είναι η απώλεια περισσότερων ή λιγότερων εδαφών, αλλά η ίδια η πολιτική επιβίωση του Ουκρανού ηγέτη.
Εν τω μεταξύ, ο πόλεμος συνεχίζεται: οι Ευρωπαίοι θορυβούν για να υπερασπιστούν τη συμμετοχή τους στις διαπραγματεύσεις και να υποστηρίξουν την Ουκρανία «μέχρι τέλους» και να εντείνουν τον επανεξοπλισμό ενάντια σε μια «απειλητική και ιμπεριαλιστική Ρωσία». Η αλήθεια είναι ότι η άμεση βοήθεια που προσφέρουν δεν είναι καθοριστική για την ανατροπή της ισορροπίας.
Ο ευρωπαϊκός επανεξοπλισμός ωφελεί τις ΗΠΑ
Οι αγορές όπλων που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα συνεχίσουν να ωφελούν το στρατιωτικό βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ, οπότε η κίνηση της κυβέρνησης Τραμπ είναι σαφής: να αναγκάσει την ΕΕ να αγοράσει όπλα για την οικονομική αναζωογόνηση της πολεμικής της βιομηχανίας, προειδοποιούν Ευρωπαίοι αναλυτές.
Ο βαθμός εξάρτησης των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα οπλικών συστημάτων από τις Ηνωμένες Πολιτείες ορίζεται ως «υψηλός και αυξανόμενος», ειδικά σε κρίσιμα συστήματα όπως τα μαχητικά αεροσκάφη, η αεράμυνα και η προηγμένη τεχνολογία.
Μελέτη του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών Ειρήνης της Στοκχόλμης (SIPRI ,το ακρωνύμιο στα αγγλικά), αναφέρει ότι το 2024 περισσότερο από το ήμισυ του όγκου των όπλων που εισήγαγαν οι ευρωπαϊκές χώρες προέρχονταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε σύγκριση με το 41% την περίοδο 2015-2019. Σε ορισμένες χώρες όπως η Ολλανδία, η Πολωνία ή το Ηνωμένο Βασίλειο, αυτή η εξάρτηση υπερβαίνει το 90% για συγκεκριμένα συστήματα.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι κρίσιμοι τομείς με τη μεγαλύτερη εξάρτηση είναι η στρατιωτική αεροπορία, η αεράμυνα και η βιομηχανία πυραύλων. Το 60% των ευρωπαϊκών μαχητικών αεροσκαφών είναι βορειοαμερικανικά (F-35, F-16, F-18) και μόνο η Γαλλία και η Κροατία διαθέτουν 100% ευρωπαϊκά αεροσκάφη (Rafale). Το 75% των αντιαεροπορικών συστοιχιών στην Ευρώπη μέχρι το 2035 θα είναι βορειοαμερικανικές (Patriot) ή ισραηλινές, έναντι ευρωπαϊκών επιλογών όπως το SAMP/T NG 13. Και τα πυραυλικά συστήματα όπως τα HIMARS ή οι πύραυλοι Tomahawk κυριαρχούν έναντι των ευρωπαϊκών εναλλακτικών λύσεων.
Η στρατηγική αυτονομία, παραδοσιακά στο επίκεντρο της γαλλικής αμυντικής στρατηγικής, στήριζε το στρατιωτικό και αποτρεπτικό δυναμικό μιας χώρας στην ικανότητά της να σχεδιάζει και να κατασκευάζει αμυντικό εξοπλισμό για τις ένοπλες δυνάμεις της.
Η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών της ΕΕ, ωστόσο, απέρριψε αυτό το δόγμα, επειδή ήταν σίγουρες για την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών και του στρατού τους σε περίπτωση σύγκρουσης στην Ευρώπη, ακόμη και στον τομέα της αποτροπής. Έκτοτε, η Ευρώπη αποδέχθηκε μια περισσότερο ή λιγότερο σημαντική τεχνολογική εξάρτηση όσον αφορά τον στρατιωτικό εξοπλισμό, καθώς και τον τοπικό σχεδιασμό των εξοπλισμών.
Η ανάλυση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, τουλάχιστον μέχρι το 2035, η ΕΕ θα παραμείνει δομικά και σε κρίσιμους τομείς εξαρτημένη από τη στρατιωτική βιομηχανία των ΗΠΑ, έτσι ώστε κάθε συζήτηση για τη διακοπή αυτής της εξάρτησης προς το παρόν να είναι απλώς μια κούφια φράση για την ψυχαγωγία του κοινού.
*Χιλιανή δημοσιογράφος με έδρα την Ευρώπη, αναλύτρια που συνδέεται με το Λατινοαμερικανικό Κέντρο Στρατηγικής Ανάλυσης (CLAE, estrategia.la).