Στις 3 Φεβρουαρίου του 1962, ο τότε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζον Φ. Κένεντι, υπέγραψε το Εκτελεστικό Διάταγμα 3447, το οποίο καθιέρωνε το καθολικό εμπορικό εμπάργκο με την Κούβα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση αυτής της χώρας επισημοποίησε τον αποκλεισμό ενάντια στο Κράτος και το λαό της Κούβας.
Το Εκτελεστικό Διάταγμα 3447 διαμορφώθηκε με βάση τον Νόμο για την Εξωτερική Βοήθεια, του Σεπτέμβρη του 1961, αλλά και το Νόμο για τις Εμπορικές Σχέσεις με τον Εχθρό, του 1917. Ο στόχος του ήταν να εμποδίσει και να δυσχεράνει κάθε οικονομική και εμπορική δραστηριότητα της Κούβας, η οποία όλο το προηγούμενο διάστημα είχε ήδη νικήσει απέναντι σε κάθε είδους επιθέσεις που εξαπολύονταν από το βορειοαμερικανικό έδαφος, συμπεριλαμβανομένης και της ένοπλης επέμβασης στην Πλάγια Χιρόν.
Ο Κένεντι, σε δημόσια ομιλία του, εξουσιοδότησε τον Υπουργό Οικονομικών να διατυπώσει σε νόμο όλα τα μέτρα και τις ρυθμίσεις, ώστε να γίνει πιο αποτελεσματική η απαγόρευση εισαγωγών στις Ηνωμένες Πολιτείες κάθε προϊόντος κουβανικής προέλευσης. Επιπλέον, έδωσε εντολή στον Υπουργό Εμπορίου να συνεχίσει και να διευρύνει τα μέτρα για τον περιορισμό όλων των εξαγωγών των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Κούβα, συμπεριλαμβανομένων και των τροφίμων και φαρμάκων.
Όμως αυτή η απόφαση δεν αποτέλεσε το πρώτο μέτρο οικονομικής επίθεσης των ΗΠΑ ενάντια στην κουβανική Επανάσταση. Μετά την εφαρμογή της Αγροτικής Μεταρρύθμισης τον Μάη του 1959, οι ΗΠΑ απείλησαν με την μείωση της ποσόστωσης της ζάχαρης, με την απαγόρευση ιδιωτικών βορειοαμερικανικών επενδύσεων και την κατάργηση κάθε οικονομικής βοήθειας. Το 1960, εκείνη η κυβέρνηση μποϊκοτάρισε ένα δάνειο προς την Κούβα 100 εκατομμυρίων δολαρίων από ευρωπαϊκές τράπεζες, ακύρωσε την ποσόστωση της ζάχαρης και στο ίδιο πνεύμα, ο ίδιος ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ δήλωσε ότι η χώρα του θα επιχειρούσε να πάρει και άλλα οικονομικά, διπλωματικά και στρατηγικά μέτρα.
Λίγες μέρες πριν την υπογραφή του Εκτελεστικού Διατάγματος, στο θέρετρο Πούντα ντελ Έστε της Ουρουγουάης, έλαβε χώρα η 8η Σύνοδος των Υπουργών Εξωτερικών του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών, όπου κάτω από την πίεση της βορειοαμερικανικής κυβέρνησης εγκρίνεται μια απόφαση που απέκλειε την συμμετοχή της Κούβας στο παναμερικανικό σύστημα και απαγόρευε την πώληση όπλων στη χώρα μας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούσαν με τη στρατηγική τους να απομονώσουν την Κούβα από τον διεθνή στίβο.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του Σοσιαλιστικού Στρατοπέδου, η άκρα δεξιά της βόρειας Αμερικής προώθησε την έγκριση νομοθεσιών, οι οποίες όχι μόνο επιδείνωσαν τον οικονομικό διωγμό ενάντια στην Κούβα, αλλά μετέτρεψαν σε νόμο όλες τις ρυθμίσεις που αφορούσαν τον αποκλεισμό. Το 1992, υπογράφεται ο Νόμος για την Κουβανική Δημοκρατία (Τοριτσέλι), ο οποίος μαζί με άλλες ρυθμίσεις, απαγόρεψε στις θυγατρικές βορειοαμερικανικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών να έχουν εμπορικές σχέσεις με την Κούβα και καθιέρωσε ότι τα ξένα εμπορικά πλοία, εάν είχαν πιάσει κουβανικό λιμάνι, θα έπρεπε να περιμένουν έξι μήνες για μπορέσουν να μπουν σε βορειοαμερικανικό έδαφος.
Τον Μάρτη του 1996, με στόχο να κάνουν πιο ασφυκτικό τον κλοιό στην οικονομία της χώρας, ο πρόεδρος Ουίλιαμ Κλίντον έφτιαξε τον Νόμο για τη Κουβανική Ελευθερία και την Δημοκρατική Αλληλεγγύη (γνωστός ως Νόμος Χέλμς-Μπάρτον), με κατεύθυνση να θέσει εκ των προτέρων όρους και προϋποθέσεις σε μια πιθανή ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ Κούβας – ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης και της άρσης του αποκλεισμού. Επίσης, να προωθήσει ανατρεπτικά προγράμματα και προγράμματα αλλαγής του καθεστώτος, καθώς και να αποτρέψει το εμπόριο και τις ξένες επενδύσεις τρίτων χωρών προς τη δική μας. Μαζί δε με άλλες απαγορεύσεις, ο νόμος Χέλμς – Μπάρτον μετέτρεψε σε νόμο όλο το δομικό σύστημα ρυθμίσεων που αφορούσαν τον αποκλεισμό ενάντια στην Κούβα.
Το 2000, ο Νόμος για την Μεταρρύθμιση των Εμπορικών Κυρώσεων και την Ενίσχυση των Εξαγωγών έδωσε την άδεια, με περιορισμούς, για αγροτικές πωλήσεις στην Κούβα. Παρόλα αυτά, ο ίδιος νόμος απαγόρευε την άδεια για τουριστικά ταξίδια προς την Κούβα.
Όλοι αυτοί οι νόμοι έχουν μετατρέψει τον αποκλεισμό σε ένα διευρυμένο και πολύπλοκο νομικό πλαίσιο, όπου το βασικό του κίνητρο, το οποίο εκφράζει κύκλους εξουσίας της βόρειας Αμερικής, αποσαφηνίζεται πολύ καθαρά στα λόγια του Λέστερ Μάλορι, βοηθού γραμματέα της Κυβέρνησης το 1960, «να προκαλέσουμε πείνα, απελπισία και την ανατροπή της κυβέρνησης».
55 χρόνια μετά την υπογραφή του Εκτελεστικού Διατάγματος του Κένεντι, ο αποκλεισμός θεωρείται από τη διεθνή κοινότητα ως αποστεωμένος και ανήθικος και ένα εμφανές φιάσκο διαδοχικών βορειοαμερικανικών διοικήσεων, με βασικό τους σκοπό να καταστρέψουν την Κουβανική Επανάσταση. Παρόλα αυτά συνεχίζει να βλάπτει τον κουβανικό λαό και να εμποδίζει την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Κούβας.
Εικοσιπέντε φορές η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών έχει εγκρίνει απόφαση καταδίκης του αποκλεισμού, της οποίας η υποστήριξη έφτασε το νούμερο των 191 Κρατών, το 2016. Κανένα άλλο θέμα δεν συγκεντρώνει τέτοια παγκόσμια ενότητα ενάντια στη βορειοαμερικανική πολιτική. Στη δική μας ήπειρο, αυτή η πιεστική διεκδίκηση επαναβεβαιώθηκε κατά τη διάρκεια της 5ης Συνόδου Κορυφής της Κοινότητας των Κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, που συγκλήθηκε πρόσφατα στη Δομινικανή Δημοκρατία. Ένα Προεδρικό Διάταγμα που εκδόθηκε από τον πρώην πρόεδρο Ομπάμα, στις 14 Οκτώβρη του 2016, επίσης αναγνωρίζει ότι ο αποκλεισμός απέτυχε.
Αν και τα τελευταία δύο χρόνια έχουν εκδοθεί ρυθμίσεις που τροποποιούν μερικώς τον αποκλεισμό, τα εμπόδια, οι περιορισμοί και τα όρια που θέτονται πάνω στην κουβανική οικονομία διατηρούνται ακόμα. Παρά τις τροποποιήσεις που έχουν εφαρμοστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση, οι επιδράσεις εκτός κουβανικού εδάφους στο εμπορικό και τραπεζικό χρηματοπιστωτικό πεδίο παραμένουν ακόμα. Επιπλέον, τα πρόστιμα εκατομμυρίων που έχουν επιβληθεί από το Υπουργείο Οικονομικών προκαλούν ακόμα το φόβο των τραπεζών και εταιρειών, τόσο των βορειοαμερικανικών, όσο και των τρίτων χωρών, ώστε να καθιερώσουν οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με την Κούβα. Μόνο κατά την περίοδο που ακολούθησε την 17η Δεκέμβρη του 2014, έχουν επιβληθεί πρόστιμα αξίας 2 δις 842 εκατομμυρίων δολαρίων.
Και ναι, η άρση του αποκλεισμού αποτελεί αποκλειστικό δικαίωμα του Κογκρέσου των ΗΠΑ, όμως ο πρόεδρος αυτής της χώρας διατηρεί ευρεία εκτελεστική δικαιοδοσία για να συνεχίσει να τροποποιεί την εφαρμογή του.
Στην 5η Σύνοδο Κορυφής της Κοινότητας Κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, ο πρόεδρος Ραούλ Κάστρο δήλωσε: «η Κούβα και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να συνεργαστούν και να συμβιώσουν πολιτισμένα, σεβόμενοι τις διαφορές και προωθώντας όλα όσα είναι προς όφελος και των δύο λαών και χωρών, όμως δεν πρέπει να περιμένει κανείς ότι, για να γίνει αυτό, η Κούβα θα προβεί σε παραχωρήσεις που συνδέονται με την κυριαρχία της και την ανεξαρτησία της».
Το να μπει τέλος στον αποκλεισμό θα αποτελούσε μια σημαντική συνεισφορά ώστε να επιτευχθεί μια πολιτισμένη συμβίωση, που θα ωφελήσει χωρίς αμφιβολία τους λαούς της Κούβας και των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς επίσης και τη διεθνή κοινότητα.
Αβάνα, 2 Φλεβάρη 2017.