Πηγή: Talos
Η χώρα στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης. Πληθωρισμός, ανεργία, η φτώχεια έφτασε το 66% και η χώρα έχει το ίδιο ΑΕΠ κατά κεφαλήν που είχε πριν 35 χρόνια. Η κυβέρνηση της Βενεζουέλας αντιμετωπιζει την κρίση με αυξανόμενη αυταρχικότητα και καταπίεση. Η μεσαία τάξη της χώρας, δεν έχει λεφτά για το γάλα των παιδιων της και φεύγει ή φυτοζωεί. Αυτή είναι η εικόνα της Βενεζουέλας στον Αμερικανικό τύπο. Όχι σήμερα, αλλά την δεκαετία του 1990, πριν αναλάβει ο Ούγο Τσάβες και η Μπολιβαριανή επανάσταση τα ηνία της χώρας.
Η ιστορία της οικονομικής κακοδαιμονίας μια πρωτογενώς πλούσιας χώρας, είχε περιγραφεί το 2004 από τους C.P. Pandya, Justin Podur:
Η Βενεζουέλα είχε απολαύσει κάποια οικονομική ανάπτυξη και αναδιανομή μέχρι την δεκαετία του 1980, όταν άρχισε η παρακμή που δεν έχει ακόμα (σ.σ: το 2004) αναστραφεί. Η κάθοδος αυτή ξεκίνησε από την πτώση των διεθνών τιμών του πετρελαίου και από την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού, σε μια χώρα που εξαρτιόταν από τις εξαγωγές πετρελαίου και τον δανεισμό για την χρηματοδότησή της. Ο Τσάβες δεν είναι ο πρώτος Βενεζουελάνος πρόεδρος που έχει να αντιμετωπίσει φυγή κεφαλαίων, ούτε ο πρώτος που επέβαλε ελέγχους συναλλάγματος: “η φυγή κεφαλαίων έφτασε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα στο τέλος του 1982 καθώς 8 δισεκατομμύρια δολάρια φυγαδεύτηκαν από την χώρα. Η κυβέρνηση ανάγκασε την κρατική εταιρεία πετρελαίου να επαναπατρίσει τα αποθεματικά της στο εξωτερικό στην προσπάθειά της να ενισχύσει το νόμισμα της χώρας. Τότε το 1983, ο Luis Herrera Campins (Πρόεδρος 1979-1984) επέβαλε κλιμακωτό σύστημα ελέγχων συναλλάγματος με την χαμηλότερη τιμή (για την εισαγωγή βασικών αγαθών) στα 7 μπολιβάρ ανά δολάριο”... Η υποτίμηση αυτή από τα 4,3 δολάρια ανά μπολιβάρ έκανε την αποπληρωμή του χρέους ακόμα δυσκολότερη, και η διαφθροά κόστιζε στην χώρα 11 δισεκατομμύρια δολάρια από τα συναλλαγματικά διαθέσιμά της.
Για να αντιμετωπίσει την “κρίση” αυτή ο Πρόεδρος Carlos Andres Perez,που είχε εκλεγεί το 1988, παρέδωσε την χώρα στην ορθοδοξία του ΔΝΤ. Ακολούθησαν ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές δημοσίων εξόδων, φιλελευθεροποίηση, και απορρύθμιση. Η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 8,6%, και το 1989 το 66,5% του πληθυσμού βυθίστηκε στη φτώχεια από 43,9% το 1988. Τα μέτρα αυτά όχι μόνο δεν πέτυχαν την λύση των προβλημάτων για τα οποία υποτίθεται πως είχαν εφαρμοστεί (π.χ. τον πληθωρισμό), αλλά προκάλεσαν καταστροφικές παρενέργειες στον πληθυσμό της χώρας.
Ο Πρόεδρος τον οποίον διαδέχθηκε ο Τσάβες, ο Rafael Caldera, αντιμετώπισε και πάλι μαζική φυγή κεφαλαίων εξαιτίας τραπεζικής κρίσης. Η υποτίμηση του νομίσματος ώθησε τον πληθωρισμό στο 70,8% το 1994, οπότε επιβλήθηκαν πάλι συναλλαγματικοί και τιμολογιακοί έλεγχοι. Μια νέα διαπραγμάτευση οδήγησε σε άλλο ένα δάνειο 1,4 δισ. δολαρίων από το ΔΝΤ, με την δομική προσαρμογή που το συνόδευε, το 1995. Ακολούθησαν και άλλες ακόμα ιδιωτικοποιήσεις: αυξήθηκαν οι ξένες επενδύσεις, οι τιμές του πετρελαίου ανέβηκαν - αλλά η φτώχεια συνέχιζε να εξαπλώνεται. Αυτή ήταν η κατάσταση που παρέλαβε η κυβέρνηση Τσάβες το 1999.
Η περίοδος Τσάβες συνέπεσε με την άνοδο της τιμής του πετρελαίου σε πρωτοφανή επίπεδα. Η Βενεζουέλα είναι η χώρα με τα μεγαλύτερα αποθέματα υδρογονανθράκων στον κόσμο. Ήταν οι “καλές μέρες”. Τα κέρδη από αυτό τον πακτωλό πήγαν για πρώτη φορά στην Βενεζουέλα και στους φτωχούς και τους αποκλεισμένους κοινωνικά. Στα μπάριος των μεγαλουπόλεων και στους φτωχούς αγρότες. Φτιάχτηκε κράτος πρόνοιας και ξεκίνησαν τα κοινωνικά έγχειρήματα από τα κάτω. Όπως περιέγραφε και ο οικονομολόγος Mark Weisbrot το 2016:
Το Μπολιβαριανό πείραμα τα πήγε αρκετά καλά μέχρι το 2014. Από το 2004 - όταν η κυβέρνηση Τσάβες πήρε τον έλεγχο της εθνικής πετρελαιοβιομηχανίας - μέχρι το 2014, το πραγματικό εισόδημα ανά κάτοικο μεγάλωνε κατά πάνω από 2% ετησίως. Αυτή ήταν μια τεράστια αλλαγή σε σχέση με την φρικτή μακροχρόνια φθίνουσα πορεία στα 20 χρόνια που προηγήθηκαν του Τσάβες, όταν το ΑΕΠ κατά κεφαλήν μειωνόταν κατά 1,2% τον χρόνο. Στα ίδια αυτά χρόνια (2004-2014) η φτώχειαμειώθηκεκατά 49% και η ακραία φτώχεια κατά 63% - και αυτό σύμφωνα με μετρήσεις που υπολογίζουν μόνο το εισόδημα σε χρήμα. Ο αριθμός των ανθρώπων άνω τον 60 ετών που λάμβαναν δημόσιες συντάξεις τριπλασιάστηκε, και εκατομμύρια βενεζουελάνοι απέκτησαν πρόσβαση στην υγεία και την εκπαίδευση. Είναι τα κέρδη συτής της δεκαετίας του τσαβισμού που εξηγούν γιατό το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Βενεζουέλα (PSUV) κατόρθωσε να κερδίσει το 41% στις βουλευτικές εκλογές του 2015 παρά τις σοβαρές ελλείψεις καταναλωτικών αγαθών, τον πληθωρισμό στο 180% και με μια βαθιά ύφεση”
Όμως η τιμή του πετρελαίου έπεσε. Πολύ. Η Βενεζουέλα που δεν μπόρεσε να απεξαρτηθεί από την “μονοκαλλιέργεια” του πετρελαίου ούτε φυσικά πριν τον Τσάβες, ήταν πάντα αιχμάλωτη του “περιττώματος του διαβόλου”, όπως αποκάλεσε το πετρέλαιο ένας Βενεζουελάνος διπλωμάτης και συνιδρυτής του ΟΠΕΚ Juan Pablo Pérez Alfonso την δεκαετία του 1970. Μια από τις αστοχίες του τσαβισμού ήταν πως δεν εκμεταλλεύτηκε επαρκώς τις υψηλές τιμές του πετρελαίου για να αρχίσει την μετάβαση σε μια οικονομία πιο πολυδιάσταστη. Μάλιστα η νομισματική πολιτική της χώρας (βλ. παρακάτω) είχε σαν συνέπεια να υπονομεύει τις μη-πετρελαϊκές εξαγωγές, καθώς διατηρούσε μια τεχνητά υψηλή ισοτιμία με το δολάριο, κάτι που διευκόλυνε τις εισαγωγές, αλλά έκανε εξαιρετικά δύσκολες τις εξαγωγές. Η ιστορία της οικονομίας της χώρας και των προβλημάτων στα οποία φούνταρε ο Τσαβισμός μετά τον θάνατο του Τσάβες, περιγράφονται στο εξαιρετικό άρθρο του Αργεντίνου δημοσιογράφου Ιγνάσιο Πόρτες, προ διετίας σχεδόν, ο οποίος κάθε άλλο παρά εχθρικός είναι στον Τσαβισμό, από το οποίο μεταφράζω παρακάτω την κρίσιμη αστοχία:
Κρυμμένοι από την ευφορία των καλών ημερών, ελλόχευαν δυο βασικοί κίνδυνοι. Θεωρήθηκαν άνευ σημασίας λόγω ενός συνδυασμού ευφορίας για την τιμή του πετρελαίου στα US$100+ το βαρέλι και της αυξανόμενης πεποίθησης σε μια απλή ιδέα που άρχισε να υποβόσκει σε κάθε πολιτική συζήτηση: πως η αμφισβήτηση των οικονομικών πολιτικών της κυβέρνησης εντέλει συνιστούσε υπεράσπιση των παραδοσιακών κατεστημένων δυνάμεων.
Η ιστορία της οικονομικής κακοδαιμονίας μια πρωτογενώς πλούσιας χώρας, είχε περιγραφεί το 2004 από τους C.P. Pandya, Justin Podur:
Η Βενεζουέλα είχε απολαύσει κάποια οικονομική ανάπτυξη και αναδιανομή μέχρι την δεκαετία του 1980, όταν άρχισε η παρακμή που δεν έχει ακόμα (σ.σ: το 2004) αναστραφεί. Η κάθοδος αυτή ξεκίνησε από την πτώση των διεθνών τιμών του πετρελαίου και από την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού, σε μια χώρα που εξαρτιόταν από τις εξαγωγές πετρελαίου και τον δανεισμό για την χρηματοδότησή της. Ο Τσάβες δεν είναι ο πρώτος Βενεζουελάνος πρόεδρος που έχει να αντιμετωπίσει φυγή κεφαλαίων, ούτε ο πρώτος που επέβαλε ελέγχους συναλλάγματος: “η φυγή κεφαλαίων έφτασε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα στο τέλος του 1982 καθώς 8 δισεκατομμύρια δολάρια φυγαδεύτηκαν από την χώρα. Η κυβέρνηση ανάγκασε την κρατική εταιρεία πετρελαίου να επαναπατρίσει τα αποθεματικά της στο εξωτερικό στην προσπάθειά της να ενισχύσει το νόμισμα της χώρας. Τότε το 1983, ο Luis Herrera Campins (Πρόεδρος 1979-1984) επέβαλε κλιμακωτό σύστημα ελέγχων συναλλάγματος με την χαμηλότερη τιμή (για την εισαγωγή βασικών αγαθών) στα 7 μπολιβάρ ανά δολάριο”... Η υποτίμηση αυτή από τα 4,3 δολάρια ανά μπολιβάρ έκανε την αποπληρωμή του χρέους ακόμα δυσκολότερη, και η διαφθροά κόστιζε στην χώρα 11 δισεκατομμύρια δολάρια από τα συναλλαγματικά διαθέσιμά της.
Για να αντιμετωπίσει την “κρίση” αυτή ο Πρόεδρος Carlos Andres Perez,που είχε εκλεγεί το 1988, παρέδωσε την χώρα στην ορθοδοξία του ΔΝΤ. Ακολούθησαν ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές δημοσίων εξόδων, φιλελευθεροποίηση, και απορρύθμιση. Η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 8,6%, και το 1989 το 66,5% του πληθυσμού βυθίστηκε στη φτώχεια από 43,9% το 1988. Τα μέτρα αυτά όχι μόνο δεν πέτυχαν την λύση των προβλημάτων για τα οποία υποτίθεται πως είχαν εφαρμοστεί (π.χ. τον πληθωρισμό), αλλά προκάλεσαν καταστροφικές παρενέργειες στον πληθυσμό της χώρας.
Ο Πρόεδρος τον οποίον διαδέχθηκε ο Τσάβες, ο Rafael Caldera, αντιμετώπισε και πάλι μαζική φυγή κεφαλαίων εξαιτίας τραπεζικής κρίσης. Η υποτίμηση του νομίσματος ώθησε τον πληθωρισμό στο 70,8% το 1994, οπότε επιβλήθηκαν πάλι συναλλαγματικοί και τιμολογιακοί έλεγχοι. Μια νέα διαπραγμάτευση οδήγησε σε άλλο ένα δάνειο 1,4 δισ. δολαρίων από το ΔΝΤ, με την δομική προσαρμογή που το συνόδευε, το 1995. Ακολούθησαν και άλλες ακόμα ιδιωτικοποιήσεις: αυξήθηκαν οι ξένες επενδύσεις, οι τιμές του πετρελαίου ανέβηκαν - αλλά η φτώχεια συνέχιζε να εξαπλώνεται. Αυτή ήταν η κατάσταση που παρέλαβε η κυβέρνηση Τσάβες το 1999.
Η περίοδος Τσάβες συνέπεσε με την άνοδο της τιμής του πετρελαίου σε πρωτοφανή επίπεδα. Η Βενεζουέλα είναι η χώρα με τα μεγαλύτερα αποθέματα υδρογονανθράκων στον κόσμο. Ήταν οι “καλές μέρες”. Τα κέρδη από αυτό τον πακτωλό πήγαν για πρώτη φορά στην Βενεζουέλα και στους φτωχούς και τους αποκλεισμένους κοινωνικά. Στα μπάριος των μεγαλουπόλεων και στους φτωχούς αγρότες. Φτιάχτηκε κράτος πρόνοιας και ξεκίνησαν τα κοινωνικά έγχειρήματα από τα κάτω. Όπως περιέγραφε και ο οικονομολόγος Mark Weisbrot το 2016:
Το Μπολιβαριανό πείραμα τα πήγε αρκετά καλά μέχρι το 2014. Από το 2004 - όταν η κυβέρνηση Τσάβες πήρε τον έλεγχο της εθνικής πετρελαιοβιομηχανίας - μέχρι το 2014, το πραγματικό εισόδημα ανά κάτοικο μεγάλωνε κατά πάνω από 2% ετησίως. Αυτή ήταν μια τεράστια αλλαγή σε σχέση με την φρικτή μακροχρόνια φθίνουσα πορεία στα 20 χρόνια που προηγήθηκαν του Τσάβες, όταν το ΑΕΠ κατά κεφαλήν μειωνόταν κατά 1,2% τον χρόνο. Στα ίδια αυτά χρόνια (2004-2014) η φτώχειαμειώθηκεκατά 49% και η ακραία φτώχεια κατά 63% - και αυτό σύμφωνα με μετρήσεις που υπολογίζουν μόνο το εισόδημα σε χρήμα. Ο αριθμός των ανθρώπων άνω τον 60 ετών που λάμβαναν δημόσιες συντάξεις τριπλασιάστηκε, και εκατομμύρια βενεζουελάνοι απέκτησαν πρόσβαση στην υγεία και την εκπαίδευση. Είναι τα κέρδη συτής της δεκαετίας του τσαβισμού που εξηγούν γιατό το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Βενεζουέλα (PSUV) κατόρθωσε να κερδίσει το 41% στις βουλευτικές εκλογές του 2015 παρά τις σοβαρές ελλείψεις καταναλωτικών αγαθών, τον πληθωρισμό στο 180% και με μια βαθιά ύφεση”
Όμως η τιμή του πετρελαίου έπεσε. Πολύ. Η Βενεζουέλα που δεν μπόρεσε να απεξαρτηθεί από την “μονοκαλλιέργεια” του πετρελαίου ούτε φυσικά πριν τον Τσάβες, ήταν πάντα αιχμάλωτη του “περιττώματος του διαβόλου”, όπως αποκάλεσε το πετρέλαιο ένας Βενεζουελάνος διπλωμάτης και συνιδρυτής του ΟΠΕΚ Juan Pablo Pérez Alfonso την δεκαετία του 1970. Μια από τις αστοχίες του τσαβισμού ήταν πως δεν εκμεταλλεύτηκε επαρκώς τις υψηλές τιμές του πετρελαίου για να αρχίσει την μετάβαση σε μια οικονομία πιο πολυδιάσταστη. Μάλιστα η νομισματική πολιτική της χώρας (βλ. παρακάτω) είχε σαν συνέπεια να υπονομεύει τις μη-πετρελαϊκές εξαγωγές, καθώς διατηρούσε μια τεχνητά υψηλή ισοτιμία με το δολάριο, κάτι που διευκόλυνε τις εισαγωγές, αλλά έκανε εξαιρετικά δύσκολες τις εξαγωγές. Η ιστορία της οικονομίας της χώρας και των προβλημάτων στα οποία φούνταρε ο Τσαβισμός μετά τον θάνατο του Τσάβες, περιγράφονται στο εξαιρετικό άρθρο του Αργεντίνου δημοσιογράφου Ιγνάσιο Πόρτες, προ διετίας σχεδόν, ο οποίος κάθε άλλο παρά εχθρικός είναι στον Τσαβισμό, από το οποίο μεταφράζω παρακάτω την κρίσιμη αστοχία:
Κρυμμένοι από την ευφορία των καλών ημερών, ελλόχευαν δυο βασικοί κίνδυνοι. Θεωρήθηκαν άνευ σημασίας λόγω ενός συνδυασμού ευφορίας για την τιμή του πετρελαίου στα US$100+ το βαρέλι και της αυξανόμενης πεποίθησης σε μια απλή ιδέα που άρχισε να υποβόσκει σε κάθε πολιτική συζήτηση: πως η αμφισβήτηση των οικονομικών πολιτικών της κυβέρνησης εντέλει συνιστούσε υπεράσπιση των παραδοσιακών κατεστημένων δυνάμεων.
Σχεδόν όλοι οι οικονομολόγοι, από αριστερούς υποστηρικτές της Μοντέρνας Νομισματικής Θεωρίας (MME), ως πιο κεντρώους φιλελεύθερους, μέχρι και σκληροπυρηνικούς δεξιούς της Αυστριακής σχολής, θα εντόπιζαν αμέσως πρόβλημα αν τους παρουσίαζε κανείς το σενάριο που άρχισε να αναδύεται στην Βενεζουέλα μετά τις μεταρρυθμίσεις του του 2003: υψηλός πληθωρισμός σε συνδυασμο με σταθερή τιμή συναλλάγματος. Τα πράγματα γίνονται λίγο τεχνικά εδώ, αλλά μπορούν να γίνουν κατανοητά με πρακτικούς όρους:
Αυτό που συμβαίνει είναι πως για όποιον κρατά τμήμα της αυξανόμενης ποσότητας τοπικού νομίσματος (στην περίπτωσή μας Βενεζουελάνικα μπολιβάρ), όλα τα υπόλοιπα στην οικονομία γίνονται ονομαστικά ακριβότερα εκτός από τα ξένα νομίσματα τα οποία η Κεντρική Τράπεζα κρατά και πουλά σε μια σταθερή τιμή. Έτσι η αγορά ξένου συναλλάγματος ή οποιουδήποτε εισαγόμενου προϊόντος, γίνεται αμέσως η καλύτερη επιχειρηματική κίνηση στην χώρα, όλο και περισσότερο, κάθε μέρα που περνά.
Αυτό οδηγεί σε κάκιστες συνέπειες. Πρώτα η τοπική παραγωγή γίνεται μη-βιώσιμη, καθώς δεν μπορεί να συναγωνιστεί τα όλο και φθηνότερα εισαγόμενα προϊόντα. Μετά, η Κεντρική Τράπεζα ξεμένει από αποθέματα ξένου συναλλάγματος, αφού τα έχει δώσει σε πραγματική τιμή, διορθωμένη για τον πληθωρισμό, που είναι ολοένα και φθηνότερη. Αυτό σημαίνει πως οι εισαγωγές γίνονται όλο και λιγότερο βιώσιμες επίσης, καθώς η χώρα δεν έχει να τις πληρώσει.
Τα προβλήματα αυτά άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο προφανή στη Βενεζουέλα, αλλά η νοοτροπία της κυβέρνησης - πως η κριτική από έμπειρους οικονομολόγους δεν ήταν παρά επίθεση από τους εχθρούς της λαϊκής βούλησης - δεν την άφηνε να δει πως αυτή τη φορά ήταν κυρίως οι ίδιες τους οι πολιτικές που τα προκαλούσαν.
Έτσι ενώ η κυβέρνηση κορόιδευε και δαιμονοποιούσε οποιονδήποτε της υποδείκνυε πως οι πολιτικές της γυρνούσαν μπούμερανγκ, οι αξιωματούχοι της δοκίμαζαν εναλλακτικές λύσεις. Μεγάλες και μικρές επιχειρήσεις δέχονταν κυρώσεις ή εθνικοποιούνταν με ακριβά αντίτιμα, ύστερα από κατηγορίες για μποϋκοτάρισμα της οικονομίας. Αλλά δεν τα πήγαιναν καλύτερα μετά την εθνικοποίηση, καθώς το βασικό πρόβλημα χειροτέρευε. Όλο και περισσότεροι περιορισμοί τίθονταν σε εφαρμογή για το τι μπορούσε να εισαχθεί, αλλά ακόμα και η απαγόρευση εισαγωγής των πάντων πλην τροφίμων και φαρμάκων αποδείχθηκε ανεπαρκής για τον περιορισμό της ζήτησης των ελάχιστων εναπομείναντων δολαρίων της Κεντρικής Τράπεζας. Ο στρατός τέθηκε επικεφαλής της πάταξης της μαύρης αγοράς εισαγομένων, αλλά τα κέρδη και οι δωροδοκίες ήταν τόσο μεγάλα, που οι στρατηγοί έγιναν τελικά οι κουμανταδόροι της μαύρης αγοράς...
Αν τα πράγματα είχαν φτάσει από μόνα τους σε οριακό σημείο, η αμερικανική αντίδραση φρόντισε και τα έκανε χειρότερα. Οι κυρώσεις των ΗΠΑ στην Βενεζουέλα ξεκινάνε το 2014, όταν δηλαδή έχει καταστεί σαφές σε όλους, εντός και εκτός χώρας, πως ο Μαδούρο είναι ασθενής κρίκος. Εντείνονται το 2015 όταν η κυβέρνηση Ομπάμα κατονομάζει πέραν από κάθε λογική την χώρα ως “απειλή για την αφάλεια των ΗΠΑ”. Αλλά οι κυρώσεις που καθιστούν την ανάκαμψη της Βενεζουέλας αδύνατη είναι εκείνες της κυβέρνησης Τραμπ το 2017. Ο Mark Weisbrot έγραφε τότε για το τι σήμαιναν:
Στα τέλη Αυγούστου [του 2017] η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε σκληρές κυρώσεις στην Βενεζουέλα που αποκλείουν την χώρα από τον δανεισμό ή την πώληση περιουσιακών στοιχείων στο χρηματοοικονομικό σύστημα των ΗΠΑ. Το νέο εμπάργκο θα κάνει χειρότερες τις ελλείψεις τροφίμων, φαρμάκων και άλλων βασικών αγαθών, ενώ θα περιορίσει σημαντικά τις επιλογές πολιτικής που είναι απαραίτητες για την ανάσυρση της χώρας από μια βαθύτατη ύφεση.
Πριν από τις κυρώσεις αυτές, θα ήτανδυνατόνγια την κυβέρνηση της Βενεζουέλας να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα οικονομικής ανάκαμψης που θα μπορούσε να είχε επανεκκινήσει την οικονομική ανάπτυξη. Αντίθετα με τις περισσότερες χώρες που πάσχουν από κρίση ισοζυγίου πληρωμών, η Βενεζουέλα δεν θα χρειαζόταν πιθανότατα να περάσει από μια περίοδο “δομικής προσαρμογής”, οπως λεγόταν πριν τα προγράμμα του ΔΝΤ δώσουν κακή φήμη στον όρο. Στην προσαρμογή αυτή το βιοτικό επίπεδο πέφτει συνήθως, τουλάχιστον προσωρινά, επειδή η χώρα χρειάζεται να περιορίσει τις εισαγωγές για να μπορέσει να ισορροπήσει τα ισοζύγιά της. Η Βενεζουέλα είχε ήδη περικόψει τις εισαγωγές της κατά περίπου 75% από το 2012 και μετά. Πρόκειται για απίστευτο ποσοστό: η Ελλάδα, συγκριτικά, έχει μειώσει τις εισαγωγές της κατά 31% ύστερα από μια παρατετεμένη ύφεση επτά ετών, διπλάσια δηλαδή σε διάρκεια από την σημερινή κρίση της Βενεζουέλας.
Αυτό σημαίνει πως η οικονομία της Βενεζουέλας θα μπορούσε να ανακάμψει σχετικά γρήγορα ύστερα από τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, χωρίς να χρειαστεί να υποστεί περαιτέρω μειώσεις στην παραγωγή ή την απασχόληση. Ή τουλάχιστον αυτό θα ήταν δυνατόν πριν το διάταγμα του Τραμπ στις 25 Αυγούστου του 2017
Η προσαρμογή που η Βενεζουέλα χρειάζεται κυρίως είναι... περισσότερο από όλα της ισοτιμίας του συναλλάγματος. Τον Οκτώβριο του 2012, ο πληθωρισμός έτρεχε με 18% ετησίως και η τιμή του δολαρίου στην μαύρη αγορά ήταν 13 Μπολιβάρ... Τον τελευταίο χρόνο ο πληθωρισμός είχε ξεπεράσει το 600% και το δολάριο κοστίζει πια 17.000 μπολιβάρ.
Χθες, λίγες μέρες μετά το αμερικανικό πραξικόπημα και δέκα χρόνια τουλάχιστον από τότε που φιλικοί προς τον τσαβισμό οικονομολόγοι συμβούλευαν να απελευθερώσει την ισοτιμία του συναλλάγματος, η κυβέρνηση Μαδούρο έκανε το βήμα.
Γιατί άργησε όμως τόσο. Για ποιο λόγο δίσταζε να προχωρήσει στην κίνηση αυτή; Αυτό θα το συζητήσουμε στο δεύτερο μέρος...
Αν τα πράγματα είχαν φτάσει από μόνα τους σε οριακό σημείο, η αμερικανική αντίδραση φρόντισε και τα έκανε χειρότερα. Οι κυρώσεις των ΗΠΑ στην Βενεζουέλα ξεκινάνε το 2014, όταν δηλαδή έχει καταστεί σαφές σε όλους, εντός και εκτός χώρας, πως ο Μαδούρο είναι ασθενής κρίκος. Εντείνονται το 2015 όταν η κυβέρνηση Ομπάμα κατονομάζει πέραν από κάθε λογική την χώρα ως “απειλή για την αφάλεια των ΗΠΑ”. Αλλά οι κυρώσεις που καθιστούν την ανάκαμψη της Βενεζουέλας αδύνατη είναι εκείνες της κυβέρνησης Τραμπ το 2017. Ο Mark Weisbrot έγραφε τότε για το τι σήμαιναν:
Στα τέλη Αυγούστου [του 2017] η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε σκληρές κυρώσεις στην Βενεζουέλα που αποκλείουν την χώρα από τον δανεισμό ή την πώληση περιουσιακών στοιχείων στο χρηματοοικονομικό σύστημα των ΗΠΑ. Το νέο εμπάργκο θα κάνει χειρότερες τις ελλείψεις τροφίμων, φαρμάκων και άλλων βασικών αγαθών, ενώ θα περιορίσει σημαντικά τις επιλογές πολιτικής που είναι απαραίτητες για την ανάσυρση της χώρας από μια βαθύτατη ύφεση.
Πριν από τις κυρώσεις αυτές, θα ήτανδυνατόνγια την κυβέρνηση της Βενεζουέλας να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα οικονομικής ανάκαμψης που θα μπορούσε να είχε επανεκκινήσει την οικονομική ανάπτυξη. Αντίθετα με τις περισσότερες χώρες που πάσχουν από κρίση ισοζυγίου πληρωμών, η Βενεζουέλα δεν θα χρειαζόταν πιθανότατα να περάσει από μια περίοδο “δομικής προσαρμογής”, οπως λεγόταν πριν τα προγράμμα του ΔΝΤ δώσουν κακή φήμη στον όρο. Στην προσαρμογή αυτή το βιοτικό επίπεδο πέφτει συνήθως, τουλάχιστον προσωρινά, επειδή η χώρα χρειάζεται να περιορίσει τις εισαγωγές για να μπορέσει να ισορροπήσει τα ισοζύγιά της. Η Βενεζουέλα είχε ήδη περικόψει τις εισαγωγές της κατά περίπου 75% από το 2012 και μετά. Πρόκειται για απίστευτο ποσοστό: η Ελλάδα, συγκριτικά, έχει μειώσει τις εισαγωγές της κατά 31% ύστερα από μια παρατετεμένη ύφεση επτά ετών, διπλάσια δηλαδή σε διάρκεια από την σημερινή κρίση της Βενεζουέλας.
Αυτό σημαίνει πως η οικονομία της Βενεζουέλας θα μπορούσε να ανακάμψει σχετικά γρήγορα ύστερα από τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, χωρίς να χρειαστεί να υποστεί περαιτέρω μειώσεις στην παραγωγή ή την απασχόληση. Ή τουλάχιστον αυτό θα ήταν δυνατόν πριν το διάταγμα του Τραμπ στις 25 Αυγούστου του 2017
Η προσαρμογή που η Βενεζουέλα χρειάζεται κυρίως είναι... περισσότερο από όλα της ισοτιμίας του συναλλάγματος. Τον Οκτώβριο του 2012, ο πληθωρισμός έτρεχε με 18% ετησίως και η τιμή του δολαρίου στην μαύρη αγορά ήταν 13 Μπολιβάρ... Τον τελευταίο χρόνο ο πληθωρισμός είχε ξεπεράσει το 600% και το δολάριο κοστίζει πια 17.000 μπολιβάρ.
Χθες, λίγες μέρες μετά το αμερικανικό πραξικόπημα και δέκα χρόνια τουλάχιστον από τότε που φιλικοί προς τον τσαβισμό οικονομολόγοι συμβούλευαν να απελευθερώσει την ισοτιμία του συναλλάγματος, η κυβέρνηση Μαδούρο έκανε το βήμα.
Γιατί άργησε όμως τόσο. Για ποιο λόγο δίσταζε να προχωρήσει στην κίνηση αυτή; Αυτό θα το συζητήσουμε στο δεύτερο μέρος...