Πηγές: upsidedownworld.org.
Η παρουσία
των ΗΠΑ στο Ελ Σαλβαδόρ, όπως και στις
περισσότερες χώρες τις λατινικής
Αμερικής, είναι συνδεδεμένη με τις πλέον
σκοτεινές πτυχές της πολιτικής ιστορίας
της χώρας. Το 1944 η κυβέρνηση Ρούσβελτ
έσπευσε να αναγνωρίσει την πραξικοπηματική,
δικτατορική κυβέρνηση που ανέτρεψε τη
λαϊκά νομιμοποιημένη ηγεσία. Το 1960, μια
νέα στρατιωτική χούντα εγκαθίσταται
στη χώρα με τις ευλογίες της Ουάσινγκτον,
ακυρώνοντας τις επικείμενες εκλογές
με το φόβο ανόδου στην εξουσία αριστερών
δυνάμεων. “Στρατιωτικού τύπου κυβερνήσεις
πολιτοφυλακής στο Ελ Σαλβαδόρ είναι οι
πλέον αποτελεσματικές ενάντια στην
κομμουνιστική διείσδηση στη λατινική
Αμερική” είχε δηλώσει μετά το πραξικόπημα
ο αμερικανός πρόεδρος Κέννεντι.
Το 1980,
παρά τις προσπάθειες εκδημοκρατισμού,
το Ελ Σαλβαδόρ ζει νέο στρατιωτικό
πραξικόπημα, πάλι με την στήριξη των
ΗΠΑ οι οποίες προσφέρουν βοήθεια στο
καθεστώς ενάντια στους αντάρτες του
ένοπλου κινήματος FMLN. Την
ίδια χρονιά ο αρχιεπίσκοπος Ρομέρο
δολοφονείται από ακροδεξιούς παρακρατικούς,
ενώ υπολογίζεται πως τη διετία 1979-81
περίπου 35.000 πολίτες έχασαν τη ζωή τους
από το φιλοαμερικανικό στρατοκρατικό
καθεστώς.
Σήμερα, η
προσπάθεια “διείσδυσης” του αμερικανικού
καπιταλισμού στη χώρα επιχειρείται με
άλλα μέσα. Με πρόσχημα τις μαζικές
ιδιωτικοποιήσεις, μέσω του προωθούμενου
νόμου που αποκαλείται “Εθνικο-Ιδιωτικού
Συνεταιρισμού” - γνωστού και ως P3,
η κυβέρνηση του Ελ Σαλβαδόρ επιχειρεί
το ξεπούλημα μεγάλου μέρους της δημόσιας
περιουσίας σε ιδιώτες. Έγκυρες πληροφορίες
μάλιστα θέλουν τις ΗΠΑ να έχουν βοηθήσει
σημαντικά στην σχεδίαση του εν λόγω
νόμου που αν γίνει πράξη θα επιφέρει
μαζικές απολύσεις εργαζομένων, ραγδαίες
μειώσεις μισθών και δίωξη των εργατικών
συνδικάτων από τους ιδιώτες επιχειρηματίες.
Οι κυβερνήσεις ΗΠΑ και Ελ Σαλβαδόρ
άλλωστε συνεργάζονται στενά στο πλαίσιο
ενός προγράμματος “Συμμαχίας για την
Ανάπτυξη” με στόχο να υπάρξουν ξένες
επενδύσεις στη χώρα, κάτι που “πλασάρεται”
από την Ουάσινγκτον ως λύση στην
υπανάπτυξη της μικρής κεντροαμερικανικής
χώρας.
Από τις αρχές
του έτους τα εργατικά συνδικάτα βρίσκονται
σε θέση μάχης, οξύνοντας την ταξική πάλη
με στόχο να ακυρωθούν τα σχέδια
ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας
(λιμάνια, αεροδρόμια, αυτοκινητόδρομοι,
δημοτικές υπηρεσίες, τριτοβάθμια
εκπαίδευση) σε πολυεθνικές. Σύμφωνα με
τον οικονομολόγο και καθηγητή του
Εθνικού Πανεπιστημίου Ραούλ Μορένο, οι
προηγηθείσες τα τελευταία χρόνια
ιδιωτικοποιήσεις – υποστηρίζομενες
πάντα από τις ΗΠΑ και τα αμερικανικά
μονοπωλιακά συμφέροντα – έχουν οδηγήσει
σε καταβαράθρωση των εργασιακών συνθηκών
και κερδοφορία του ξένου κεφαλαίου.
Σύμφωνα με το Μορένο, το μοντέλο των
ιδιωτικοποιήσεων που προωθεί το
νομοσχέδιο αποτελεί κομμάτι ενός
οικονομικού μοντέλου που έχει ήδη
αποτύχει τόσο στο Ελ Σαλβαδόρ όσο και
σε όλο τον κόσμο.
Οι ιδιωτικοποιήσεις
του 2001 σε λιμάνια και αεροδρόμια
προσφέρουν απτά παραδείγματα των
προθέσεων της κυβέρνησης και των
πολυεθνικών. Όταν οι υπηρεσίες
καθαριότητας, μεταφοράς εμπορευμάτων
και ασφάλειας πέρασαν σε ιδιωτικές
εταιρείες ο μισθός (για όσους παρέμειναν
στις δουλειές τους) έπεσε στα 240 δολάρια
το μήνα, ενώ 1000 εργαζόμενοι στο λιμάνι
Ακαζούτλα απολύθηκαν διότι δεν συνέφεραν
την πολιτική κερδοφορίας.
Αντίστοιχη
προσπάθεια για ιδιωτικοποίηση μεγάλου
μέρους των δημόσιων παροχών υγείας το
2003 έπεσε στο κενό, έπειτα απο μαζικές
διαδηλώσεις 200.000 εργαζομένων.