Πηγή: Granma
Enrique Ubieta Gómez
Ο Πρόεδρος
Ομπάμα είναι καλός επικοινωνιολόγος. Αυτό
σημαίνει ότι ξέρει να τοποθετεί καλά τις λέξεις, τις χειρονομίες, τη ματιά.
Μοιάζει να αυτοσχεδιάζει, όμως έχει μπροστά του ένα “teleprompter” που το κοινό
δεν το αντιλαμβάνεται. Η δομή του λόγου του προχωρά αφήνοντας «κενά αέρος»,
υπεκφεύγοντας, ελαχιστοποιώντας ή χειραγωγώντας τα γεγονότα. Ο κουβανικός λαός δεν
τρέφει αισθήματα μίσους για τον λαό των Ηνωμένων Πολιτειών και ακούει τον
Πρόεδρο που προώθησε την επανεκκίνηση των διπλωματικών σχέσεων με φιλική
διάθεση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν αντιλαμβάνεται τα άλματα. Πιθανόν, σε
μια από αυτές τις φράσεις που ειπώθηκαν, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση, να βρίσκεται η πρώτη σύγχυση: Βεβαίως και
είναι σωστό ότι οι κυβερνήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κούβας υπήρξαν
αντίπαλοι και όχι οι λαοί τους, όμως αυτή η τελευταία (της Κούβας) και ο λαός
της μοιράστηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των δεκαετιών της αντιπαλότητας τα ίδια
ιδανικά και στόχους. Δεν θα μπορούσε να κατανοηθεί η διατήρηση αυτής της
επανάστασης και η αναποτελεσματικότητα ενός αποκλεισμού που προκαλεί τεράστιες
δυσκολίες στην καθημερινή ζωή των πολιτών της, αν δεν μοιράζονταν την ίδια βάση
συλλογισμού. Δεν θα μπορούσε να κατανοηθεί η νομιμοποίηση της κάθε
επαναστατικής κατάκτησης, αν δεν ήταν γνωστή επιπλέον η ιστορία των σχέσεων
μεταξύ των δύο χωρών.
Ο Πρόεδρος
Ομπάμα παρουσιάζει αυτή την ιστορία με μια συμβολική αναφορά στη θάλασσα
ανάμεσα στο Στενό της Φλόριντα, σε αυτούς που πάνε και έρχονται από τη μία και
την άλλη πλευρά. Μιλάει για τα βάσανα του «εξόριστου» κουβανού – όρο που
παραβλέπει το γεγονός ότι αυτός περνά τις διακοπές του, χωρίς κανένα κίνδυνο,
στη Κούβα ή ακόμα, όπως έχει γίνει της μόδας, περνά τα τελευταία χρόνια της
ζωής του υπό την προστασία του κρατικού κουβανικού συστήματος υγείας –, που
σύμφωνα με την επίσημη ρητορική της κυβέρνησής του, συνεχίζει να αναζητά «ελευθερία και ευκαιρίες». Όμως δεν
ξεκαθαρίζει αν αναφέρεται στους βασανιστές, τους δολοφόνους και τους κλέφτες
του στρατού του Μπατίστα που το έσκασαν στις Ηνωμένες Πολιτείες τους πρώτους
μήνες της Επανάστασης, στα παιδιά που χωρίστηκαν από τους γονείς τους ως
συνέπεια μιας ψευδούς προπαγάνδας και ενός εγκληματικού Προγράμματος που
ονομάστηκε Πήτερ Παν, στους γιατρούς και τους αθλητές που παρακινούνται να
αυτομολήσουν από τις αποστολές αλληλεγγύης ή από διεθνείς εκδηλώσεις, με την
υπόσχεση μια υλικής ζωής πιο άνετης ή με παχυλά συμβόλαια, ή αναφέρεται σε
αυτούς που, κουρασμένοι από τον αποκλεισμό ή από το να ζουν σε μια χώρα
αξιοπρεπή, αλλά φτωχή, ρίχνονται με τις σχεδίες προς τον επονομαζόμενο Πρώτο
Κόσμο, υπό την προστασία της πολιτικής «στεγνά πόδια-βρεγμένα πόδια» (política de pies secos-pies mojados) ή του Νόμου Κουβανικής Προσαρμογής
(Ley de Ajuste Cubano), που πολιτικοποιεί την απόφαση κάθε
μετανάστη.
Όταν
εξέφραζε τα βαθιά του συλλυπητήρια και την αλληλεγγύη του στον λαό του Βελγίου
για τις τρομοκρατικές απόπειρες που μόλις είχαν γίνει στις Βρυξέλες, με τον
θλιβερό απολογισμό των 30 νεκρών, οι κουβανοί αισθανθήκαμε αυτή την πληγή σαν
δική μας. Αυτές τις δεκαετίες της καταδίωξης, η τρομοκρατία που έδρευε σε
βορειοαμερικανικό έδαφος προκάλεσε 3.478 νεκρούς και 2.099 ανάπηρους. Μερικοί
από αυτούς τους «εξόριστους», των οποίων τα βάσανα λέει ότι κατανοεί, έχουν
ασκήσει ή ασκούν την τρομοκρατία στην Κούβα και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο
Ποσάδα Καρίλες, ηθικός συναυτουργός στην ανατίναξη ενός πολιτικού κουβανικού
αεροπλάνου εν πτήσει και υπεύθυνος για τον θάνατο όλων των επιβατών και του
πληρώματος του, ζει ήσυχα στο Μαϊάμι. Για αυτό και θεωρήσαμε ως απαραίτητη
πράξη δικαιοσύνης την απελευθέρωση των τριών κουβανών που ακόμα παρέμεναν
φυλακισμένοι σε εκείνη τη χώρα επειδή πολέμησαν την τρομοκρατία, την ίδια μέρα
που αμφότεροι οι πρόεδροι ανακοίνωναν την πρόθεση να ξαναποκτήσουν σχέσεις.
Παρόλα αυτά,
αναγνωρίζω ότι προχώρησε λίγο παραπάνω όταν αναγνώρισε πως «πριν το 1959
κάποιοι βορειοαμερικανοί θεωρούσαν ότι η Κούβα είναι κάτι προς εκμετάλλευση, δεν
έδιναν σημασία στην φτώχεια, επέτρεπαν την διαφθορά», και προσθέτει «γνωρίζω
την ιστορία, όμως δεν θα παγιδευτώ σε αυτήν». Και τότε, παραθέτει τον στίχο του
Μαρτί «καλλιεργώ ένα λευκό τριαντάφυλλο» και δηλώνει: «σαν Πρόεδρος των
Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, προσφέρω στον κουβανικό λαό τον χαιρετισμό της
ειρήνης».
Αυτό το
εκτιμούμε. Δεν θα αναφέρω τον Μαρτί, αν και θα μπορούσα να αντιπαραβάλλω κάτι
από τις τόσες κριτικές παρατηρήσεις του και τις προειδοποιήσεις του σχετικά με
την βορειοαμερικανική «δημοκρατία». Θα πω μόνο ότι η πορεία που ήθελε για την
Κούβα δεν ήταν αυτή.
«Γιατί
τώρα;» ρωτά ο Ομπάμα και απαντά με φυσικότητα: «Αυτό που έκαναν οι Ηνωμένες
Πολιτείες δεν λειτουργούσε». Αλλά, δεν λειτουργούσε; Δεν ήταν καλύτερο να πει
ότι ήταν ανήθικο; Ότι προκαλούσε βάσανα, ακόμα και νεκρούς; «Το εμπάργκο
πλήγωνε τους κουβανούς αντί να τους βοηθά». Ναι, μας πλήγωνε τα συναισθήματα
μας ως αξιοπρεπής λαός, αλλά επίσης επηρέαζε τις ζωές μας. Ο αποκλεισμός είναι
εγκληματικός. Δεν όφειλε ίσως να ζητήσει συγνώμη, στο όνομα του Κράτους που
αντιπροσωπεύει, από όλους τους κουβανούς; Η έκφραση «δεν λειτουργούσε»,
παραπέμπει, αν και δεν το εκφράζει ευθέως, στην ηρωική αντίσταση του κουβανικού
λαού, στην απόφασή του να διατηρήσει την ανεξαρτησία του και την κυριαρχία του,
αλλά και στην διεστραμμένη αιτιολόγηση της αλλαγής: Αν δεν λειτουργούσε, πρέπει
να κάνουμε κάτι που να λειτουργεί (κάτι που να τους υποχρεώνει ή να τους οδηγεί
να κάνουν αυτό που θέλουμε να κάνουν). Μου φαίνεται ότι σε αυτή την έκφραση κρύβεται
το πνεύμα της αλλαγής.
Υπάρχει ένα
επιπρόσθετο πρόβλημα με αυτή την εντυπωσιακή προσφορά του χαιρετισμού της
ειρήνης: ο Νόμος της Κουβανικής Προσαρμογής, της πολιτικής «πόδια στεγνά-πόδια
βρεγμένα», η πολιτική κινήτρων για την αυτομόληση γιατρών και αθλητών και ο
οικονομικός, εμπορικός και χρηματοπιστωτικός αποκλεισμός, που συνεχίζουν να
είναι σε ισχύ. Για το κατεχόμενο έδαφος στο Γκουαντάναμο εδώ και εκατό χρόνια
ενάντια στη θέλησή μας, ούτε μία λέξη. Επομένως, ποιο είναι το κλαδί ελιάς; Που
είναι το λευκό τριαντάφυλλο; Ο Ομπάμα έχει ανοίξει ένα δρόμο που ξεκινά με την
αποκατάσταση των σχέσεων και περνά μέσα από πολλές εκτελεστικές διατάξεις
πριν να δείξει τη διάθεση του το Κογκρέσο να ακυρώσει τους νόμους του
αποκλεισμού. Σε αυτό το δρόμο, μπορεί να κάνει ακόμα πολλά περισσότερα.
«Ήρθα εδώ
για να αφήσω πίσω τα τελευταία κατάλοιπα του ψυχρού πολέμου στην Αμερικάνικη
Ήπειρο» δηλώνει με επισημότητα.
Επομένως,
δέχεται την πολιτισμένη συμβίωση που προτείνει η Κούβα, με ένα σοσιαλιστικό
Κράτος στα 90 μίλια από τις ακτές του; Θα αφήσει την Βενεζουέλα, το Εκουαδόρ,
τη Βολιβία, τη Βραζιλία και όλους τους λαούς της Λατινικής Αμερικής να
αποφασίσουν, χωρίς καμία παρέμβαση, τις τύχες τους; «Έχουμε διαδραματίσει
διαφορετικούς ρόλους στον κόσμο» λέει με ειλικρίνεια, αν και δεν νομίζω ότι
κατανοεί ή δέχεται τον ρόλο που έχει αναλάβει από τον ιμπεριαλισμό, που πάνω
από όλα αντιπροσωπεύει. «Έχουμε βρεθεί σε διαφορετικές πλευρές σε διάφορα
επίμαχα ζητήματα στο ημισφαίριο», προσθέτει. Αποτελεί λεπτό θέμα, διότι οι διαδοχικές
βορειοαμερικανικές κυβερνήσεις υποστήριξαν τους Μπατίστα, τους Σομόζα, τον
Τρουχίγιο, τον Πέρες Χιμένες, τον Στρέσνερ, τον Ούγκο Μπάνσερ, τον Πινοτσέτ,
τον Βιλέντα κλπ. Και καταπολέμησαν τον Κάρδενας, τον Άρμπενς, τον Τορίχος, τον
Βελάσκο Αλβαράδο, τον Σαλβαδόρ Αγιέντε, τον Τσάβες, τον Έβο…. «Πήραμε
διαφορετικούς δρόμους για να στηρίξουμε τον λαό της Νότιας Αφρικής για να
ξεριζώσει το απαρτχάιντ, όμως ο πρόεδρος Κάστρο και εγώ, και οι δύο, βρεθήκαμε
στο Γιοχάνεσμπουργκ αποδίδοντας φόρο τιμής στην κληρονομιά του Νέλσον Μαντέλα»
δηλώνει και δεν ξέρω σε ποια υποστήριξη αναφέρεται. Γιατί η κυβέρνηση που
φυλάκισε τον Μαντέλα υπήρξε στρατηγικός σύμμαχος της Ουάσιγκτον, αν και ο ίδιος
ήταν μόλις παιδί εκείνα τα χρόνια. Η Κούβα πλήρωσε το φόρο της με το αίμα που
έχυσαν οι γυναίκες και οι άντρες της στην αφρικανική ζούγκλα, ενώ απέκρουαν
μαζί με τους αγκολάνους μαχητές την επέμβαση της ρατσιστικής Νότιας Αφρικής.
Ο Πρόεδρος
Ομπάμα ξέρει ότι ο κουβανικός λαός εκτιμά και υπερασπίζεται την ανεξαρτησία που
έχει κατακτήσει, για αυτό και επαναλαμβάνει ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν
έχουν ούτε την ικανότητα, ούτε και την πρόθεση να επιβάλλουν αλλαγές στην
Κούβα, οι αλλαγές εξαρτώνται από τον κουβανικό λαό (…) γνωρίζουμε ότι κάθε
χώρα, κάθε λαός πρέπει να σφυρηλατεί τη δική του μοίρα, το δικό του μοντέλο».
Παρόλα αυτά, η «νέα εποχή» προϋποθέτει τις αλλαγές «της»… στην Κούβα. Πρώτα
απαριθμεί τις «αξίες» που κάθε χώρα πρέπει να μοιράζεται, και κάποια μέτρα που
η Κούβα συγκεκριμένα πρέπει να εφαρμόσει. Έπειτα, όχι τόσο καλυμμένα, θέτει όρους: «ακόμα και αν άρουμε το εμπάργκο
αύριο –λέει– οι κουβανοί δεν θα φτάσουν το δυναμικό που έχουν χωρίς να κάνουν
αλλαγές εδώ στην Κούβα». Πιστεύει πως μπορεί να κερδίσει τη θέληση των νέων: «απευθύνομαι
στους νέους της Κούβας που πρέπει να χτίσουν κάτι καινούριο, να εξυψωθούν. Το
μέλλον της Κούβας πρέπει να είναι στα χέρια του κουβανικού λαού!», λες και δεν
είναι από το 1959. Και δηλώνει: «ξέρω πως ο κουβανικός λαός θα πάρει τις σωστές
αποφάσεις». Κι εγώ το ξέρω, επίσης. Η διαφορά θα είναι, χωρίς αμφιβολία, στο με
ποιο κριτήριο θα διορθώσουμε και τι και με ποια σκοπιμότητα. Το μοντέλο της
κοινωνίας που φιλοδοξούμε, δεν είναι το διεφθαρμένο Μαϊάμι, όπως προτείνει ο
Ομπάμα με ασυνήθιστη απλοϊκότητα.
«Ο λαός δεν
πρέπει να προσδιορίζεται σαν αντίπαλος προς στις Ηνωμένες Πολιτείες, ή και το
αντίστροφο» λέει και χρησιμοποιεί ένα λεξιλόγιο ξένο προς την δική μας πολιτική
παιδεία. Δεν ήμαστε αντίπαλοι με τις Ηνωμένες Πολιτείες,
ήμαστε αδέρφια με τον απλό και δημιουργικό κόσμο, τον κόσμο που παλεύει για το
καλό και τείνουμε το χέρι στην κυβέρνησή του, εφόσον πάντα είναι διατεθειμένη
να σέβεται την πορεία που έχουμε επιλέξει στην Κούβα, που τόσο αίμα και τόσες
θυσίες έχει κοστίσει. «Αγαπάμε την πατρίδα του Λίνκολν, ακριβώς όσο φοβόμαστε
την πατρίδα του Κάτιγκ», ανέφερε ο Χοσέ Μαρτί. Αυτό είναι το αίνιγμα: ποια από
τις δύο μας τείνει το χέρι;