Αναρτήσεις ανά χώρα

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2020

Αυξάνει στη Βραζιλία ο αριθμός δολοφονημένων ατόμων από την αστυνομία

 Πηγή: Prensa-latina.cu

Τουλάχιστον 3.148 άτομα δολοφονήθηκαν από την αστυνομία στη Βραζιλία κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, νούμερο 7% υψηλότερο από αυτό που καταγράφηκε την ίδια περίοδο του 2019, ανακοινώθηκε σήμερα (3/9).

 Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την ενημερωτική ιστοσελίδα G1 και βασίστηκε σε επίσημα στοιχεία από 25 πολιτείες και την Ομοσπονδιακή Περιφέρεια, αποκαλύπτει ακόμα ότι τα περιστατικά στελεχών των σωμάτων ασφαλείας που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια και εκτός υπηρεσίας ήταν επίσης περισσότερα τους πρώτους έξι μήνες του τρέχοντος έτους.

Καταγράφηκαν 103 νεκροί αστυνομικοί σε σύγκριση με 83 πέρυσι, αντιπροσωπεύοντας αύξηση 24%.

 Ο ιστότοπος προειδοποίησε ότι η αύξηση των θανάτων φέτος σημειώθηκε ακόμη και κατά τη διάρκεια της νέας πανδημίας Covid-19 που υποχρέωσε τις πολιτείες να υιοθετήσουν διάφορα μέτρα κοινωνικής απομόνωσης.

 Με άλλα λόγια, υπήρχε υψηλό επίπεδο βίας με λιγότερους ανθρώπους στους δρόμους.

 Το Ρίο ντε Τζανέιρο εμφανίζεται ως η πολιτεία με τους περισσότερους νεκρούς κατά το πρώτο εξάμηνο: 775.

 Το Σάο Πάολο με τους περισσότερους πεσόντες αστυνομικούς (28) και η Αμαπά με το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας αστυνομικών: 8,1 ανά 100.000 κατοίκους.

 Το δείγμα προέρχεται από το Παρατηρητήριο Βίας, μια συνεργασία του G1 με τον Πυρήνα των Μελετών Βίας του Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο και το Βραζιλιάνικο Φόρουμ Δημόσιας Ασφάλειας (FBSP).

 Σύμφωνα με τους Ντένις Πατσέκο και Σαμίρα Μπουένο, του FBSP, τα ευρήματα της μελέτης είναι ανησυχητικά. «Αντίθετα με τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν από τη μείωση της θανάσιμης βίας που παρατηρήθηκε τα προηγούμενα χρόνια, η Βραζιλία δεν κατάφερε να τη μετατρέψει σε τάση ενάρετου κύκλου», σχολίασαν.

 Διευκρίνισαν ακόμη, «απέναντι στη πανδημία Covid-19, η οποία οδήγησε σε μέτρα κοινωνικής απομόνωσης σε ολόκληρη σχεδόν τη χώρα και την μείωση των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας, η θανάσιμη βία έχει αυξηθεί ξανά, γεγονός που δείχνει την αδυναμία των αρχών μας να εφαρμόσουν μια εθνική πολιτική δημόσιας ασφάλειας ικανή να προφυλάξει τη ζωή όλων και κάθε πολίτη χωριστά».