Αναρτήσεις ανά χώρα

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Ραμονέ: «Ακριβά το πλήρωσα που έδωσα φωνή στον Φιντέλ Κάστρο»

Πηγή: La Jornada 
του Ignacio Ramonet

Ο θάνατος του Φιντέλ Κάστρο έχει δώσει χώρο – σε κάποια μεγάλα δυτικά μέσα ενημέρωσης – στη διάδοση μεγάλης ποσότητας συκοφαντιών κατά του κουβανού κομαντάντε. Αυτό με έχει πονέσει. Είναι γνωστό ότι τον γνώριζα καλά. Και έχω αποφασίσει γι’ αυτό να συνεισφέρω τη δική μου μαρτυρία. Ένας συνεπής διανοούμενος οφείλει να καταγγέλλει τις αδικίες. Ξεκινώντας απ’ αυτές της ίδιας της χώρας του.

Όταν η μιντιακή ομοιομορφία συνθλίβει κάθε διαφορετικότητα, λογοκρίνει κάθε αποκλίνουσα έκφραση και τιμωρεί διιστάμενους συγγραφείς είναι φυσικό, σαν αποτέλεσμα, να μιλάμε για «καταστολή».

Πώς να κατατάξουμε με άλλο τρόπο ένα σύστημα που φιμώνει την ελευθερία της έκφρασης και καταπνίγει τις διαφορετικές φωνές; Ένα σύστημα που δεν δέχεται τον αντίλογο όσο καλά επιχειρήματα κι αν έχει. Ένα σύστημα που θέτει μια «επίσημη αλήθεια» και δεν επιτρέπει την παράβαση. Ένα παρόμοιο σύστημα έχει όνομα, λέγεται: «τυραννία» ή «δικτατορία». Χωρίς συζήτηση.

Όπως πολλοί άλλοι, εγώ έζησα στο ίδιο μου το πετσί τις μάστιγες αυτού του συστήματος… στην Ισπανία και τη Γαλλία. Αυτό είναι που θέλω να διηγηθώ.

Η καταπίεση κατά του ατόμου μου ξεκίνησε το 2006, όταν εξέδωσα στην Ισπανία το βιβλίο μου Φιντέλ Κάστρο. Βιογραφία σε δύο φωνές ή Εκατό ώρες με τον Φιντέλ (εκδόσεις Debate, Barcelona), καρπός πέντε χρόνων καταγραφής και δουλειάς, και εκατοντάδων ωρών συζητήσεων με τον ηγέτη της κουβανικής επανάστασης. Αμέσως μου επιτέθηκαν. Και ξεκίνησε η καταστολή. Για παράδειγμα, η εφημερίδα El País της Μαδρίτης, στην οποία μέχρι πρόσφατα έγραφα συχνά στις σελίδες άποψης, με τιμώρησε. Σταμάτησε να με δημοσιεύει. Χωρίς να μου δώσει καμία εξήγηση. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επίσης – σύμφωνα με την καλύτερη σταλινική παράδοση – το όνομά μου εξαφανίστηκε από τις σελίδες της. Σβησμένο. Δεν αναφέρθηκε ξανά ένα δικό μου βιβλίο, δεν ξανάγινε ποτέ καμία αναφορά κάποιας δικής μου επιστημονικής δραστηριότητας. Τίποτα. Κομμένο. Λογοκριμένο. Ένας ιστορικός του μέλλοντος που θα έψαχνε το όνομά μου στις στήλες της εφημερίδας El País θα υπέθετε ότι πέθανα πριν από μια δεκαετία…

Το ίδιο στη Φωνή της Γαλικίας (La Voz de Galicia), εφημερίδα στην οποία έγραφα επίσης, εδώ και χρόνια, μια εβδομαδιαία στήλη με τίτλο Res Publica. Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου μου για τον Φιντέλ Κάστρο, και χωρίς επίσης καμία δικαιολογία, με κατέστειλαν. Σταμάτησαν να δημοσιεύουν τα άρθρα μου. Από το βράδυ ως το πρωί: Ολοκληρωτική λογοκρισία. Το ίδιο όπως στην El País, απόλυτο τίποτα. Μεταχείριση μιαρού. Ποτέ, από τότε, η παραμικρή αναφορά σε οποιαδήποτε δραστηριότητά μου.

Όπως σε κάθε ιδεολογική δικτατορία, ο καλύτερος τρόπος για να εκτελέσεις έναν διανοούμενο είναι να τον «εξαφανίσεις» από το χώρο των μέσων ενημέρωσης για να τον «σκοτώσεις» συμβολικά. Ο Χίτλερ το έκανε. Ο Στάλιν το έκανε. Ο Φράνκο το έκανε. Οι εφημερίδες El Paíκαι Φωνή της Γαλικίας το έκαναν με μένα.

Στη Γαλλία μου συνέβη κάτι άλλο. Όταν οι εκδόσεις Fayard και Galilée εξέδωσαν το βιβλίο μου Φιντέλ Κάστρο. Βιογραφία σε δύο φωνές το 2007, η καταστολή μου επιτέθηκε άμεσα.

Στο δημόσιο ραδιόφωνο France Culture, έκανα ένα εβδομαδιαίο πρόγραμμα, τα Σάββατα το πρωί, αφιερωμένο στη διεθνή πολιτική. Μόλις εκδόθηκε το βιβλίο μου για τον Φιντέλ Κάστρο και άρχισαν τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης να μου επιτίθενται βίαια, η διευθύντρια του σταθμού με κάλεσε στο γραφείο της και, χωρίς πολλές περιστροφές, μου είπε: «Είναι αδύνατον εσείς, φίλος ενός τυράννου, να συνεχίσετε να εκφράζεστε στη συχνότητά μας». Προσπάθησα να επιχειρηματολογήσω. Δεν υπήρχε τρόπος. Οι πόρτες των στούντιο έκλεισαν για πάντα για μένα. Κι εκεί επίσης με φίμωσαν. Σιώπησε μια φωνή παραφωνίας στη χορωδία της αντικουβανικής ομοφωνίας.

Στο πανεπιστήμιο Παρίσι 7, είχα πίσω μου 35 χρόνια διδασκαλίας της θεωρίας οπτικοακουστικής επικοινωνίας. Όταν άρχισε να κυκλοφορεί το βιβλίο μου και η μιντιακή καμπάνια εναντίον μου, ένας συνάδελφος με προειδοποίησε: «Πρόσεχε! Κάποιοι υπεύθυνοι λένε συνέχεια ότι δεν μπορούμε να ανεχτούμε «ο φίλος ενός δικτάτορα» να κάνει μαθήματα στη σχολή μας…» Σύντομα άρχισαν να κυκλοφορούν στους διαδρόμους ανώνυμα φυλλάδια κατά του Φιντέλ Κάστρο που ζητούσαν την αποβολή μου από το πανεπιστήμιο. Σε λίγο καιρό, ενημερώθηκα επίσημα ότι το συμβόλαιό μου δεν θα ανανεωνόταν… Στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης μου αρνήθηκαν το δικαίωμα της έκφρασης.

Τότε εγώ διηύθυνα, στο Παρίσι, τη μηνιαία Le Monde diplomatique, που ανήκει στον ίδιο εκδοτικό όμιλο της γνωστής εφημερίδας Le Monde. Και, για ιστορικούς λόγους, εγώ ανήκα στην «Ομάδα Συντακτών» αυτής της εφημερίδας αν και δεν έγραφα πια στις στήλες της. Αυτή η ομάδα ήταν τότε πολύ σημαντική στο οργανόγραμμα της εταιρίας λόγω της ιδιότητάς της ως βασικού μετόχου, γιατί στους κόλπους της εκλεγόταν ο διευθυντής της εφημερίδας και γιατί μεριμνούσε για το σεβασμό της επαγγελματικής δεοντολογίας.

Τιμώντας αυτή την ευθύνη ακριβώς, μερικές μέρες μετά την κυκλοφορία της βιογραφίας μου του Φιντέλ Κάστρο στα βιβλιοπωλεία, και αφού διάφορα σημαντικά μέσα (μεταξύ αυτών και η εφημερίδα Libération ) άρχισαν να μου επιτίθενται, ο πρόεδρος της Ομάδας Συντακτών με κάλεσε για να μου μεταφέρει την «ιδιαίτερη αναστάτωση» που, σύμφωνα με αυτόν, βασίλευε στους κόλπους της Ομάδας Συντακτών λόγω της έκδοσης του βιβλίου μου. «Το έχεις διαβάσει;», τον ρώτησα. «Όχι, αλλά δεν έχει σημασία – μου απάντησε – είναι ζήτημα ηθικής, δεοντολογίας. Ένας δημοσιογράφος του ομίλου Le Monde δεν μπορεί να παίρνει συνέντευξη από έναν δικτάτορα». Του ανέφερα από μνήμης έναν κατάλογο μιας δωδεκαριάς αυθεντικών δικτατόρων της Αφρικής και άλλων ηπείρων στους οποίους η εφημερίδα είχε παραχωρήσει με ευχαρίστηση το λόγο επί δεκαετίες.

«Δεν είναι το ίδιο – μου είπε – Ακριβώς γι’ αυτό σε καλώ: τα μέλη της Ομάδας Συντακτών θέλουν να έρθεις και να μας δώσεις μια εξήγηση.» «Θέλετε να με περάσετε από δίκη; Μια «δίκη της Μόσχας»; Μια «εκκαθάριση» λόγω ιδεολογικής παρέκκλισης; Τότε θα πρέπει να αναλάβετε το ρόλο σας των ιεροεξεταστών και των πολιτικών χωροφυλάκων, και να με φέρετε με τη βία μπροστά στο δικαστήριό σας». Δεν τόλμησαν.

Δεν μπορώ να παραπονεθώ· δεν φυλακίστηκα, ούτε βασανίστηκα, ούτε τουφεκίστηκα όπως συνέβη σε τόσους δημοσιογράφους και διανοούμενους κάτω από το ναζισμό, το σταλινισμό και τον φρανκισμό. Αλλά διώχθηκα συμβολικά. Όπως στην El Paíή την Φωνή, με «εξαφάνισαν» από τις στήλες της εφημερίδας Le Monde . Ή με αναφέρουν μόνο για να με διαπομπεύσουν.

Η περίπτωσή μου δεν είναι μοναδική. Γνωρίζω – στη Γαλλία, στην Ισπανία, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες –, πολλούς διανοούμενους και δημοσιογράφους καταδικασμένους στη σιωπή, στην ανυπαρξία και στην περιθωριοποίηση επειδή δεν σκέφτονται όπως η άγρια χορωδία των κυρίαρχων μέσων, επειδή απορρίπτουν τον «υποχρεωτικό αντικαστρικό δογματισμό». Για δεκαετίες, ο ίδιος ο Νόαμ Τσόμσκι, στις Ηνωμένες Πολιτείες, χώρα του «κυνηγιού μαγισσών», καταδικάστηκε σε εξοστρακισμό από τα μεγάλα μέσα που του απαγόρευσαν πρόσβαση στις στήλες των εφημερίδων με τη μεγαλύτερη επιρροή και στους μεγαλύτερους ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς.

Αυτό δε συνέβη πριν πενήντα χρόνια σε μια μακρινή σκονισμένη δικτατορία. Συμβαίνει τώρα, στις δικές μας «μιντιακές δημοκρατίες». Εγώ συνεχίζω να το υφίσταμαι αυτή τη στιγμή. Επειδή απλά έκανα τη δουλειά μου ως δημοσιογράφος, και έδωσα το λόγο στον Φιντέλ Κάστρο. Δεν δίδεται μήπως, σε μια δίκη, ο λόγος στον κατηγορούμενο; Γιατί δεν γίνεται δεκτή η εκδοχή του κουβανού ηγέτη τον οποίον τα μεγάλα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης κατακρίνουν και κατηγορούν κατ’ εξακολούθηση;

Μήπως η ανεκτικότητα δεν είναι η ίδια η βάση της δημοκρατίας; Ο Βολταίρος όριζε την ανεκτικότητα με τον ακόλουθο τρόπο: «Δεν είμαι καθόλου σύμφωνος με αυτό που λες, αλλά θα πολεμούσα μέχρι θανάτου για να έχεις το δικαίωμα να εκφραστείς». Η μιντιακή δικτατορία, στην εποχή της μετα-αλήθειας, αγνοεί αυτή τη βασική αρχή.






Σημείωση: 
Οι επιλογές τονισμένου κειμένου είναι του μεταφραστή. Το αναφερόμενο βιβλίο Βιογραφία σε δύο φωνές ή Εκατό ώρες με τον Φιντέλ, έχει κυκλοφορήσει και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη.
 

Διαβάστε ακόμα:
Ignacio Ramonet: Ο Φιντέλ που γνώρισα