Πηγή: cubadebate
του Emir Saber
του Emir Saber
Mπορεί να πει κανείς ότι υπάρχουν δύο αριστερές στην Λατινική Αμερική, οι οποίες και οι δύο βρίσκονται σε κρίση, κάθε μια με τον τρόπο της. Η μία από αυτές είναι αυτή που κατάφερε να έρθει στην εξουσία και να δρομολογήσει κάποιες διαδικασίες εκδημοκρατισμού της κοινωνίας και εναλλακτικές στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο και σήμερα αντιμετωπίζει δυσκολίες - διαφορετικής τάξης, κάποιες από το εξωτερικό, κάποιες στο εσωτερικό – να δώσει συνέχεια σε αυτές τις διαδικασίες. Η άλλη είναι αυτή που βρίσκεται σε χώρες με νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις και δεν είναι ικανή να οικοδομήσει δυνάμεις ικανές να κερδίσουν εκλογές, να πάρουν την κυβέρνηση και να ξεκινήσουν την υπέρβαση του νεοφιλελευθερισμού.
Οι αριστερές μετα-νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, σημείωσαν εξαιρετικές επιτυχίες, επιτυγχάνοντας προόδους ενάντια στην φτώχεια και την ανισότητα, λαμβάνοντας υπ' όψη, ότι αυτό επιτεύχθηκε στα πλαίσια μιας δυναμικής στην διεθνή οικονομία, που προκαλεί την αύξηση της φτώχειας και της ανισότητας. Σε αυτήν την ήπειρο, με την μεγαλύτερη ανισότητα στον κόσμο, πολιορκημένες από μια βαθιά και παρατεταμένη ύφεση του διεθνούς καπιταλισμού, οι κυβερνήσεις της Βενεζουέλας, της Βραζιλίας, της Αργεντινής, της Ουρουγουάης, της Βολιβίας και του Εκουαδόρ έχουν μειώσει την ανισότητα και τη φτώχεια, έχουν εδραιώσει πολιτικές δημοκρατικές διαδικασίες, έχουν προωθήσει την περιφερειακή ενοποίηση σε ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ και δίνουν έμφαση στο ανταλλακτικό εμπόριο “Νότου – Νότου” (ανάμεσα στις χώρες της Νότιας Αμερικής).
Ενώ στο μεταξύ, οι άλλες τάσεις της αριστεράς, για διάφορους λόγους, δεν έχουν καταφέρει να οικοδομήσουν εναλλακτικές στις αποτυχημένες νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις – με το Μεξικό και το Περού επικεφαλής – επιδεικνύοντας σοβαρή ανικανότητα να βγάλουν συμπεράσματα από αυτό που έχει λειτουργήσει σε άλλες χώρες με σκοπό να το εξειδικεύσουν στις δικές τους συνθήκες.
Μέχρι εδώ καλά, σε τι λοιπόν συνίσταται η κρίση που διέρχεται η αριστερά που έχει έρθει στην κυβέρνηση στην Λατινική Αμερική; Υπάρχουν κοινά συμπτώματα και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε κάθε χώρα. Για παράδειγμα, η ανικανότητα να εναντιωθούν στην εξουσία των ιδιωτικών μονοπωλίων των ΜΜΕ, ακόμα και σε χώρες που έχουν περάσει συγκεκριμένοι νόμοι και μέτρα για να σπάσουν αυτό που είναι η ραχοκοκκαλιά της λατινοαμερικάνικης δεξιάς. Σε κάθε μία από αυτές τις χώρες, σε κάθε κρίση που αντιμετώπισαν αυτές οι κυβερνήσεις, τον πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν τα ιδιωτικά ΜΜΕ, που δρούσαν με βάναυσο και κυριαρχικό τρόπο εναντίον τους. Οι ίδιες, στηρίχτηκαν στις επιτυχίες τους, στο κυβερνητικό έργο και στην πλατιά λαϊκή υποστήριξη που πέτυχαν.
Τα ΜΜΕ προσπάθησαν να αποκρύψουν τα μεγάλα κοινωνικά επιτεύγματα σε κάθε μια από τις χώρες μας, αντίθετα, τα κατέκριναν και προσπάθησαν να αποσιωπήσουν τις νέες ευκαιρίες που προωθούσαν στον πληθυσμό οι διαδικασίες κοινωνικού εκδημοκρατισμού. Από την άλλη μεριά, έδωσαν μεμονωμένη διάσταση σε προβλήματα, προβάλλοντας ανύπαρκτες καταστάσεις, διαδίδοντας ψέματα, με στόχο να απονομιμοποιήσουν τις κατακτήσεις και την εικόνα των ηγετών αυτών των χωρών, τονίζοντας δευτερεύουσες αρνητικές πλευρές των κοινωνικών προγραμμάτων.
Τα μέσα υποκίνησαν συστηματικά καμπάνιες τρομοκρατίας και οικονομικού πεσιμισμού. Επιζητούν την δυσπιστία των πολιτών στην ίδια τους την χώρα. Σαν ειδικό κομμάτι αυτής της επιχείρησης, καταγράφονται οι συστηματικές καταγγελίες για διαφθορά, μέσω πραγματικών περιπτώσεων στις οποίες έδωσαν δυσανάλογη προβολή, έκαναν στημένες-ανύπαρκτες καταγγελίες, για τις οποίες ποτέ δεν απάντησαν όταν ρωτήθηκαν, αν και η διάδοσή τους είχε ήδη επιδράσει στην κοινή γνώμη.
Οι επαναλαμβανόμενες υποψίες σχετικά με τη δράση των κυβερνήσεων γεννά, ειδικά σε μεσαία στρώματα του πληθυσμού, συναισθήματα κριτικής και απόρριψης, στα οποία στρώματα, μπορούν να προστεθούν και άλλα που επηρεάζονται από αυτή την χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Χωρίς αυτόν τον παράγοντα, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι οι δυσκολίες θα είχαν την πραγματική τους διάσταση. Δεν θα μετατρέπονταν σε πολιτικές κρίσεις, υποκινούμενες από την μονόπλευρη επιρροή που τα μέσα έχουν σε συγκεκριμένα κομμάτια της κοινής γνώμης, συμπεριλαμβανομένων και των λαϊκών στρωμάτων. Δεν είναι ένα θέμα που λύνεται εύκολα, όμως το να θεωρείται ότι δεν είναι κάτι που πρέπει να αντιμετωπιστεί, αυτό υποβιβάζει το επίπεδο της αριστεράς.
Αυτήν την αριστερά την έφερε στην κυβέρνηση η αποτυχία του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου, όμως παρέλαβε, μεταξύ άλλων που κληρονόμησε, και την ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων αξιών που είναι πλατιά διαδεδομένες στην κοινωνία. “Όταν η αριστερά ήρθε στην κυβέρνηση, είχε χάσει την μάχη των ιδεών”, είπε ο Perry Anderson. Οι φιλογκραμσιανές τάσεις στην αριστερά έδιναν έμφαση στις τεχνοκρατικές δράσεις και πίστευαν ότι η άσκηση φιλολαϊκής πολιτικής αρκούσε για να γεννήσει αυτόματα την αντίστοιχη συνείδηση υποστήριξης σε αυτές τις κυβερνήσεις. Υποτιμήθηκε η δύναμη της δράσης των μέσων στη συνείδηση των ανθρώπων και των πολιτικών επιδράσεων φθοράς αυτών των κυβερνήσεων.
Ένας καθοριστικός παράγοντας, στην αρχή θετικός και μετά αρνητικός, ήταν οι υψηλές τιμές (των εξαγωγών) και η άνεση με την οποία επωφελήθηκαν κάποιες κυβερνήσεις, όχι για να αναμορφώσουν τα οικονομικά μοντέλα, αλλά και για να μην εξαρτώνται τόσο από αυτές τις εξαγωγές. Για αυτή την αναμόρφωση, ήταν αναγκαίο να σχηματιστεί και να δρομολογηθεί ένα εναλλακτικό μοντέλο βασισμένο στην περιφερειακή ενοποίηση. Χάθηκε μια περίοδος μεγάλης ομοιογένειας στη Mercosur, χωρίς να σημειωθεί πρόοδος σε αυτή την κατεύθυνση. Όταν οι τιμές έπεσαν, οι οικονομίες μας υπέστησαν τα αποτελέσματα αυτής της πτώσης, χωρίς να μπορούν να αμυνθούν. Και όλο αυτό, επειδή δεν προώθησαν την αναμόρφωση των μοντέλων με διαφορετικό τρόπο.
Έτσι ακριβώς, πρέπει να κατανοηθεί ότι η σημερινή ιστορική περίοδος, χαρακτηρίζεται από πολλές οπισθοχωρήσεις σε παγκόσμια κλίμακα και οι εναλλακτικές της αριστεράς βρίσκονται στη άμυνα. Αυτό το οποίο παίζεται αυτή τη στιγμή είναι να βγούμε από το ηγεμονικό νεοφιλελεύθερο μοντέλο, να οικοδομήσουμε εναλλακτικές, να στηριχτούμε τις δυνάμεις περιφερειακής ενοποίησης, στους BRICS και στα τμήματα που στο εσωτερικό των χωρών μας υποστηρίζουν το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης με αναδιανομή εισοδήματος, δίνοντας προτεραιότητα στις κοινωνικές πολιτικές.
Σε κάποιες χώρες δεν δίνεται η δέουσα προσοχή στην ισορροπία των οικονομικών του δημοσίου, πράγμα που γέννησε επίπεδα πληθωρισμού τα οποία εξουδετέρωσαν κατά ένα μέρος τα αποτελέσματα των κοινωνικών πολιτικών, αφού αυτές οι επιδράσεις έπεσαν πάλι πάνω στους εργαζόμενους. Οι προσαρμογές δεν πρέπει να μετατρέπονται σε στόχους, αλλά οπωσδήποτε σε εργαλεία που να εγγυώνται την ισορροπία των δημόσιων οικονομικών. Αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο επιτυχίας για τις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές.
Αν και τα μέσα μεγιστοποίησαν κάποιες περιπτώσεις διαφθοράς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν υπήρξε επαρκής έλεγχος από πλευράς των κυβερνήσεων σχετικά με την χρήση των δημόσιων πόρων. Το θέμα της απόλυτης προσοχής του δημόσιου τομέα πρέπει να είναι ιερό για τις κυβερνήσεις της αριστεράς, οι οποίες με τη σειρά τους πρέπει να ανακαλύπτουν τις απρόοπτες παρανομίες και να ενεργούν πριν το κάνουν αυτό τα αντιπολιτευόμενα μέσα. Η ηθική στην πολιτική πρέπει να είναι μια μόνιμη κληρονομιά στην αριστερά. Η απόλυτη διαφάνεια στη διαχείριση των δημόσιων πόρων πρέπει να είναι ένας χρυσός κανόνας από πλευράς των κυβερνήσεων της αριστεράς. Αν δεν λειτουργούν έτσι πάντοτε, οι ηγέτες της θα πληρώσουν ένα πολύ υψηλό τίμημα που μπορεί να είναι ο καθοριστικός παράγοντας που θα βάλει σε κίνδυνο την συνέχεια και θα βλάψει τα δικαιώματα της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών και τη μοίρα των κρατών μας.
Tέλος, για να επισημάνουμε κάποια από τα προβλήματα αυτών των κυβερνήσεων, ο ρόλος των κομμάτων που φιλοδοξούν να κυβερνήσουν, ποτέ δεν καθορίστηκε σαφώς σχεδόν σε καμία από αυτές τις χώρες. Έχοντας οι κυβερνήσεις από μόνες τους μια δική τους δυναμική, τα κόμματα όφειλαν να αντιπροσωπεύουν τον ιστορικό στόχο της αριστεράς. Παρ όλα αυτά, δεν κατάφεραν να το επιτύχουν και σαν συνέπεια έχασαν την σημασία τους μπροστά στον πρωτεύοντα ρόλο των κυβερνήσεων. Αποδυναμώθηκε έτσι, η στρατηγική σκέψη, πέρα από πολιτικές συνωμοσίες, η διαμόρφωση στελεχών, η προπαγάνδα των ιδεών της αριστεράς και η ίδια η ιδεολογική πάλη.
Τίποτα από αυτά δεν νομιμοποιεί να μιλάμε για “το κλείσιμο ενός κύκλου”. Οι εναλλακτικές σε αυτές τις κυβερνήσεις πάντα είναι η δεξιά και με προγράμματα συντηρητικής παλινόρθωσης, με ξεκάθαρο νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα. Οι μετά-νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις και οι δυνάμεις που τις στηρίζουν, είναι τα πιο προοδευτικά στοιχεία τα οποία διαθέτει αυτή τη στιγμή η λατινοαμερικάνικη αριστερά και κατά τον ίδιο τρόπο, λειτουργούν σαν αναφορά για άλλες περιοχές του κόσμου, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα, μεταξύ άλλων.
Ζούμε το τέλος της πρώτης περιόδου της οικοδόμησης εναλλακτικών στον νεοφιλελευθερισμό μοντέλων. Δεν μπορούμε πια να υπολογίζουμε στον δυναμισμό του καπιταλιστικού κέντρου, ούτε στις υψηλές τιμές (των εξαγωγών). Τα κομβικά στοιχεία για να περάσουμε στο δεύτερο στάδιο, πρέπει να είναι: H εμβάθυνση και η επέκταση της εσωτερικής αγοράς λαϊκής κατανάλωσης, ένα πρόγραμμα περιφερειακής ενοποίησης, η ενδυνάμωση του ανταλλακτικού εμπορίου με τους BRICS και την Τράπεζα Ανάπτυξης.
Επιπλέον, μπαίνει επιτακτικά το ξεπέρασμα των παλαιών προβλημάτων, πριν απ' όλα, πρέπει να δημιουργηθεί μια δημοκρατική διαδικασία διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και να δοθεί η μάχη των ιδεών (κεντρικό ζήτημα στην οικοδόμηση της νέας ηγεμονίας στις κοινωνίες μας και στο σύνολο της περιοχής). Πρέπει να οικοδομήσουμε ένα στρατηγικό πρόγραμμα για την περιοχή, όχι μόνο για το ξεπέρασμα του νεοφιλελευθερισμού και της εξουσίας του χρήματος πάνω στους ανθρώπους, αλλά και για την οικοδόμηση κοινωνιών, δικαιοσύνης, αλληλεγγύης, κυριαρχίας, ελευθερίας και χειραφέτησης από κάθε μορφής εκμετάλλευσης, καταπίεσης και αποξένωσης.
Ο Emir Sader είναι πανεπιπστημιακός από τη Βραζιλία, συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του βιβλίου "Ο νέος τόπος: Οι δρόμοι της λατινοαμερικάνικης αριστεράς".