Πηγή: Cubadebate
Το παρακάτω κείμενο το έγραψε ο Φιντέλ τον Ιούλιο του 2008, δύο χρόνια μετά την ασθένεια που τον υποχρέωσε να παραιτηθεί από τα αξιώματά του. Περιγράφει πόσο τον ευχαριστούσε πάντα και τον "ξεκούραζε" η παρουσία και η συντροφιά του Γκάμπο και της συζύγου του.
Χθες Τρίτη είχα μια στίβα τηλεγραφημάτων με ειδήσεις για τη συνάντηση στην Ιαπωνία των πιο εκβιομηχανισμένων δυνάμεων. Άφησα το υλικό για άλλη μέρα, αν δεν “μπαγιατέψει”. Αποφάσισα να ξεκουραστώ. Προτίμησα να συναντηθώ με τον Γκάμπο και τη σύζυγό του, Μερσέδες Μπάρτσα, που βρίσκονται σε επίσκεψη στην Κούβα μέχρι τις 11 του μηνός. Πόσο ήθελα να συνομιλήσω μαζί τους για να ξαναθυμηθούμε σχεδόν 50 χρόνια ειλικρινούς φιλίας!
Το πρακτορείο ειδήσεων μας, που προτάθηκε από τον Τσε [1], μόλις είχε γεννηθεί, και προσέλαβε, μεταξύ άλλων, έναν ταπεινό δημοσιογράφο κολομβιανής προέλευσης, με το όνομα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Ούτε η Prensa Latina ούτε ο Γκάμπο μπορούσαν να φανταστούν ότι ερχόταν ένα Νόμπελ· ή ίσως εκείνος ναι, με την απίστευτη φαντασία του γιού του τηλεγραφητή στο ταχυδρομείο ενός μικρού χωριού της Κολομβίας, χαμένου ανάμεσα στα τσιφλίκια της μπανάνας μιας αμερικάνικης εταιρίας. Θα μοιραζόταν την τύχη του με ένα σωρό αδέλφια, όπως ήταν το σύνηθες, και παρόλα αυτά ο πατέρας του, ένας κολομβιανός που απολάμβανε το προνόμιο να έχει δουλειά χάρη στη γνώση της χρήσης του τηλέγραφου, μπόρεσε να τον στείλει να σπουδάσει.
Εγώ έζησα μια αντίστροφη εμπειρία. Το ταχυδρομείο με τον τηλέγραφο και το μικρό δημόσιο σχολείο του Μπιράν ήταν οι μοναδικές εγκαταστάσεις στα πέριξ που δεν αποτελούσαν ιδιοκτησία του πατέρα μου· όλα τα υπόλοιπα αγαθά και υπηρεσίες με οικονομική αξία ήταν του δον Άνχελ, και γι' αυτό μπόρεσα να σπουδάσω. Ποτέ δεν είχα το προνόμιο να γνωρίσω την Αρακατάκα, το χωριουδάκι όπου γεννήθηκε ο Γκάμπο, αν και είχα το προνόμιο να γιορτάσω μαζί του τα εβδομηκοστά μου γενέθλια στο Μπιράν, όπου τον κάλεσα.
Ήταν επίσης έργο της τύχης που όταν από δική μας πρωτοβουλία διοργανωνόταν στην Κολομβία ένα Λατινοαμερικάνικο Συνέδριο Φοιτητών, η πρωτεύουσα αυτής της χώρας ήταν έδρα της συνάντησης λατινοαμερικανικών κρατών για να δημιουργηθεί ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών, ακολουθώντας εντολές των ΗΠΑ, το έτος 1948.
Δέχτηκα την τιμή να με παρουσιάσουν στον Γκαϊτάν [2] οι κολομβιανοί φοιτητές. Αυτός μας υποστήριξε και μας μοίρασε φυλλάδια αυτού που έγινε γνωστό ως Πρόταση Ειρήνης [Oración de la Paz], ομιλία που εκφωνήθηκε με την ευκαιρία της Πορείας της Σιωπής [Marcha del Silencio], την πολυπληθή και εντυπωσιακή διαδήλωση που διέσχισε την Μπογκοτά, σαν διαμαρτυρία εναντίον των σφαγών των χωρικών που έκανε η κολομβιανή ολιγαρχία. Ο Γκάμπο συμμετείχε σε εκείνη την πορεία.
Ο Χερμάν Σάντσες, ο σημερινός κουβανός πρέσβης στη Βενεζουέλα, μεταφέρει στο βιβλίο του Transparencia de Emmanuel [Διαφάνεια του Εμμανουήλ]”, παραγράφους κειμένου αυτών που διηγήθηκε ο Γκάμπο από εκείνο το επεισόδιο.
Μέχρι εδώ ήταν τύχη.
Η φιλία μας ήταν καρπός μια σχέσης που καλλιεργήθηκε κατά τη διάρκεια πολλών ετών, στα οποία ο αριθμός των συζητήσεων, πάντα ευχάριστων για μένα, έφταναν τις εκατοντάδες. Το να μιλάω με τον Γκαρσία Μάρκες και τη Μερσέδες κάθε φορά που έρχονταν στην Κούβα – και ήταν πάνω από μια φορά το χρόνο – γινόταν μια συνταγή κατά των ισχυρών εντάσεων τις οποίες με τρόπο ασυναίσθητο, αλλά συνεχή, βίωνε ένας κουβανός επαναστάτης ηγέτης.
Στην ίδια την Κολομβία, με την ευκαιρία της 4ης Ιβηροαμερικανικής Συνόδου, οι οικοδεσπότες διοργάνωσαν μια βόλτα με άμαξα στο περιτειχισμένο κομμάτι της Καρταχένα, ένας είδος Παλιάς Αβάνας, προστατευμένο ιστορικό μνημείο. Οι σύντροφοι της κουβανικής ασφάλειας μου είχαν πει ότι δεν ήταν συνετό να συμμετάσχω στην προγραμματισμένη βόλτα. Σκέφτηκα ότι επρόκειτο για μια υπερβολική ανησυχία, γιατί από πάρα πολύ καταμερισμό αυτοί που με ενημέρωσαν δεν γνώρισαν συγκεκριμένα στοιχεία. Πάντα εγώ σεβόμουν τον επαγγελματισμό τους και συνεργαζόμουν μαζί τους.
Φώναξα στον Γκάμπο που
ήταν κοντά, και του είπα αστειευόμενος:
“Ανέβα μαζί μας στην άμαξα για να
μη μας πυροβολήσουν!” Έτσι και έκανε.
Στη Μερσέδες, που έμεινε στο σημείο
αναχώρησης, της είπα στον ίδιο τόνο:
“Πρόκειται να γίνεις η πιο νέα χήρα.”
Δεν το ξεχνά! Το άλογο ξεκίνησε παραπατώντας
από το βαρύ φορτίο του. Οι οπλές γλιστρούσαν
στο πλακόστρωτο.
Μετά έμαθα ότι εκεί συνέβη το ίδιο όπως στο Σαντιάγο της Χιλής, όταν μια τηλεοπτική κάμερα που περιείχε ένα αυτόματο όπλο σημάδεψε προς εμένα σε μια συνέντευξη τύπου, και ο μισθοφόρος που τη χειριζόταν δεν τόλμησε να πυροβολήσει. Στην Καρταχένα είχαν τηλεσκοπικά τουφέκια και αυτόματα όπλα κρυμμένα σε κάποιο σημείο του περιτειχισμένου περίβολου, και για άλλη μια φορά ταλαντεύτηκαν αυτοί που έπρεπε να πατήσουν τη σκανδάλη. Το πρόσχημα ήταν ότι το κεφάλι του Γκάμπο έμπαινε στη μέση και εμπόδιζε τη θέα.
Χθες, κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας, το θυμήθηκα και ρώτησα τον Γκάμπο και τη Μερσέδες – ολυμπιονίκη των λεπτομερειών – σχετικά με διάφορα περιστατικά που ζήσαμε μέσα και έξω από την Κούβα και ήμασταν παρόντες. Το Ίδρυμα Νέου Λατινοαμερικάνικου Κινηματογράφου, που ιδρύθηκε στην Κούβα με πρόεδρο τον Γκαρσία Μάρκες, με έδρα στο παλιό προάστιο της Σάντα Μπάρμπαρα – ιστορικό για τα θετικά και τα αρνητικά των προηγούμενων κατά το πρώτο τρίτο του προηγούμενου αιώνα – και η Σχολή Νέου Λατινοαμερικάνικου Κινηματογράφου που διευθύνει το ομώνυμο ίδρυμα, με έδρα το Σαν Αντόνιο ντε λος Μπάνιος, κάλυψαν ένα μέρος της συνάντησής μας.
Ο Μπίρι [3], με τη μεγάλη μαύρη γεννειάδα του, σήμερα άσπρη σαν το χιόνι, και πολλές άλλες προσωπικότητες από την Κούβα και το εξωτερικό, πέρασαν από τις αναμνήσεις μας.
Ο Γκάμπο στα μάτια μου κέρδισε σεβασμό και θαυμασμό για την ικανότητά του να οργανώσει τη σχολή με τρόπο επιμελή και χωρίς να ξεχάσει ούτε μια λεπτομέρεια. Εγώ τον θεωρούσα, από προκατάληψη, ως έναν διανοούμενο γεμάτο από καταπληκτική φαντασία· αγνοούσα πόσος ρεαλισμός υπήρχε στο μυαλό του.
Δεκάδες γεγονότα εντός και εκτός της Κούβας, στα οποία είμαστε και οι δύο παρόντες, αναφέρθηκαν. Πόσα γίνονται μέσα σε δεκάδες χρόνια!
Δύο ώρες συζήτησης, όπως μπορεί κανείς να υποθέσει, δεν έφταναν. Η συνάντηση είχε αρχίσει στις 11:35 το πρωί. Τους κάλεσα να γευματίσουμε, κάτι που ποτέ δεν έκανα με κανέναν επισκέπτη κατά τη διάρκεια αυτών των σχεδόν δύο ετών [4], καθώς δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Κατάλαβα ότι ήμουν ουσιαστικά σε διακοπές και τους το είπα. Αυτοσχεδίασα. Μπόρεσα να το λύσω. Αυτοί έφαγαν τα δικά τους, κι εγώ από την πλευρά μου τήρησα τη δίαιτά μου πειθαρχημένα, χωρίς να ξεστρατίσω ούτε γραμμή, όχι για να προσθέσω χρόνια στη ζωή, αλλά παραγωγικότητα στις ώρες.
Μόλις έφτασαν, μου έδωσαν ένα μικρό και χαριτωμένο δώρο τυλιγμένο σε χαρτί με ελκυστικά και ζωντανά χρώματα. Περιείχε μικρούς τόμους λίγο μεγαλύτερους αλλά λιγότερο επιμήκεις από μια καρτ ποστάλ. Κάθε ένας είχε 40 με 60 σελίδες, με μικρά αλλά αναγνώσιμα γράμματα. Είναι οι λόγοι που εκφωνήθηκαν στη Στοκχόλμη, πρωτεύουσα της Σουηδίας, από πέντε Νόμπελ Λογοτεχνίας από όσα δόθηκαν τα τελευταία 60 χρόνια. “Για να έχεις υλικό για διάβασμα”– μου είπε η Μερσέδες παραδίδοντάς μου τα.
Τους ζήτησα περισσότερα στοιχεία για το δώρο πριν φύγουν και οι δύο στις πέντε το απόγευμα. “Έχω περάσει τις πιο ευχάριστες ώρες από τότε που αρρώστησα εδώ και σχεδόν δύο χρόνια” – τους είπα χωρίς δισταγμό. Είναι αυτό που ένιωσα.
“Θα υπάρξουν κι άλλες”, απάντησε ο Γκάμπο.
Αλλά δεν τελείωνε η περιέργεια μου. Ενώ περπατούσα, λίγο αργότερα, ζήτησα από ένα σύντροφο να φέρει το δώρο. Συνειδητοποιώντας το ρυθμό με τον οποίο έχει αλλάξει ο κόσμος κατά τις τελευταίες δεκαετίες, αναρωτιόμουν: Τι σκέφτονταν μερικοί από εκείνους τους λαμπρούς συγγραφείς που έζησαν πριν από αυτή την ταραχώδη και αβέβαιη εποχή της ανθρωπότητας;
Τα πέντε επιλεγμένα βραβεία Νόμπελ στη μικρή συλλογή λόγων που μακάρι να μπορούσαν να διαβάσουν μια μέρα οι συμπατριώτες μας, με χρονολογική σειρά, ήταν:
William Faulkner (1949)
Pablo
Neruda (1971)
Gabriel
García Márquez (1982)
John
Maxwell Coetzee (2003)
Doris
Lessing (2007)
Του Γκάμπο δεν του αρέσει να
βγάζει λόγους. Πέρασε μήνες ψάχνοντας
στοιχεία -θυμάμαι-, αγωνιώντας για τα
λόγια που έπρεπε να πει κατά την παραλαβή
του βραβείου. Το ίδιο του συνέβη με το
σύντομο λόγο που έπρεπε να απευθύνει
στο δείπνο που του πρόσφεραν μετά το
βραβείο. Αν αυτό ήταν το επάγγελμά του,
σίγουρα ο Γκάμπο θα είχε πεθάνει από
έμφραγμα.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το Νόμπελ απονέμεται στην πρωτεύουσα μια χώρας που δεν έχει υποφέρει τα δεινά ενός πολέμου για περισσότερα από 150 χρόνια, με πολίτευμα μια συνταγματική μοναρχία και που έχει κυβερνηθεί από ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα όπου ένας άνδρας έντιμος όπως ο Όλοφ Πάλμε δολοφονήθηκε για το αλληλέγγυο πνεύμα του προς τις φτωχές χώρες του κόσμου. Δεν ήταν εύκολη αποστολή για τον Γκάμπο.
Καθόλου ύποπτη ως φιλοκομμουνιστική, η σουηδική ακαδημία έδωσε το βραβείο Νόμπελ στον Ουίλιαμ Φώκνερ, έναν εμπνευσμένο και επαναστάτη βορειοαμερικανό συγγραφέα, στον Πάμπλο Νερούδα, στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο οποίος το πήρε στις ένδοξες ημέρες του Σαλβαδόρ Αλιέντε, όταν ο φασισμός προσπαθούσε να καταλάβει τη Χιλή, και στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ευφυή και ευϋπόληπτη πένα της εποχής μας.
Δεν είναι απαραίτητο να πω πώς σκεφτόταν ο Γκάμπο. Αρκεί να αντιγράψω απλά τις τελευταίες παραγράφους του λόγου του, ένα κόσμημα του πεζού λόγου, κατά την παραλαβή του Νόμπελ στις 10 Δεκεμβρίου 1982, ενώ η Κούβα, αξιοπρεπής και ηρωική, αντιστεκόταν στον αποκλεισμό των γιάνκηδων.
Μια μέρα σαν σήμερα, ο δάσκαλός μου Ουίλιαμ Φώκνερ είπε σ' αυτό το μέρος: “Αρνούμαι να παραδεχτώ το τέλος του ανθρώπου”.
Δεν θα το θεωρούσα σωστό να καταλάβω αυτή τη θέση που ήταν δική του αν δεν είχα πλήρη συνείδηση ότι για πρώτη φορά από τις απαρχές της ανθρωπότητας, η τεράστια καταστροφή που αυτός αρνιόταν να παραδεχτεί 32 χρόνια πριν τώρα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια απλή επιστημονική πιθανότητα. Μπροστά σ' αυτή τη συγκλονιστική πραγματικότητα που διαμέσου όλου του ανθρώπινου χρόνου έπρεπε να φαίνεται σαν ουτοπία, οι εφευρέτες των παραμυθιών που όλα τα πιστεύουμε αισθανόμαστε ότι έχουμε το δικαίωμα να πιστέψουμε ότι δεν είναι ακόμα πολύ αργά για να επιχειρήσουμε τη δημιουργία της αντίθετης ουτοπίας.
Μια νέα και σαρωτική ουτοπία της ζωής, όπου κανεις να μην μπορεί να αποφασίζει για άλλους μέχρι και τον τρόπο να πεθάνουν, όπου αληθινά να είναι σίγουρος ο έρωτας και να είναι εφικτή η ευτυχία, και όπου οι φυλές οι καταδικασμένες σε εκατό χρόνια μοναξιά να έχουν στο τέλος και για πάντα μια δεύτερη ευκαιρία πανω στη γη.
Φιντέλ Κάστρο Ρους
9 Ιουλίου 2008
Σημειώσεις:
[1] Εννοεί το
Prensa Latina,
που ιδρύθηκε στις 16 Ιουνίου
1959.
[2] Jorge
Eliecer Gaitan (1903-1948), φιλελεύθερος
κολομβιανός πολιτικός που δολοφονήθηκε
στα γεγονότα που έμειναν στην ιστορία
ως Bogotazo.
[3] Fernando
Birri (1925). Αργεντινός
κινηματογραφιστής, θεωρούμενος από πολλούς
σαν πατέρας του νέου λατινοαμερικάνικου
σινεμά.
[4] Δηλαδή
από τότε που αρρώστησε σοβαρά (Ιούλιος
2006). Αρχικά μεταβίβασε προσωπινά τα
αξιώματά του στον Ραούλ Κάστρο και το
Φεβρουάριο του 2008 παραιτήθηκε επισήμως από αυτά.